Ο Νίκος Πολυδερόπουλος, ο οποίος φέτος πρωταγωνιστεί στη νέα σειρά του MEGA «Μαύρο Ρόδο», μίλησε στο περιοδικό ΟΚ και αναφέρθηκε στις άγνωστες πτυχές της προσωπικής του ζωής.
Ο Νίκος Πολυδερόπουλος αναφέρθηκε στα σχολικά του χρόνια που συνοδεύτηκαν από bullying, λόγω της δυσλεξίας του, ενώ στα 24 του χρόνια αποκάλυψε πως πέρασε την πιο μαύρη περίοδο της ζωής του.
«Είµαι δυσλεκτικός και στο σχολείο δεν µπορούσα –και δεν μπορούσαν και οι άλλοι– να κατανοήσω τι είναι αυτό που έχω. Πέρασα δύσκολα χρόνια, µε πολλή τιµωρία από τους καθηγητές. Ποτέ δεν έµαθα ορθογραφία. Μέχρι σήµερα κάνω λάθη. Η κατάσταση στο σχολείο µε έκανε να πάρω την απόφαση να φύγω για την Πάτρα. Οι γονείς µου τότε δεν καταλάβαιναν ότι εγώ δεν ήθελα να πάω σχολείο, γιατί οι καθηγητές µε χτυπούσαν. Θυµάµαι ότι οι δικοί µου µου έλεγαν: “Πρέπει να διαβάσεις. Όλοι διαβάζουν και εσύ όχι”. Για να καταλάβεις, η µάνα µου µε έστελνε Αγγλικά και εγώ την κοπανούσα και πήγαινα να µαζέψω λουλούδια για να τα δώσω στους καθηγητές και να περάσω τα µαθήµατα στο Γυµνάσιο. Ένιωθα λοιπόν γενικά µια πίεση µε αποτέλεσµα να έχω τάσεις φυγής».
Ο ηθοποιός μίλησε επίσης για την περίοδο που έφυγε από το πατρικό του σπίτι: «Έµενα σε ένα υπόγειο το οποίο δεν είχε ρεύµα και εγώ ζεσταινόµουν από τον λέβητα. Το είχε η αδελφή µιας φίλης µου. Θυµάµαι ότι τότε έδινα 50 ευρώ τον µήνα και σκέψου ότι το κράτησα µέχρι και όταν πήγα φαντάρος. Επειδή ανήκω σε πολύτεχνη οικογένεια, έπαιρνα από τον στρατό 55 ευρώ και κάπως έτσι πλήρωνα το ενοίκιο».
«Μεγαλώνοντας µε τέσσερα αδέλφια µαθαίνεις να µοιράζεσαι, να αγαπάς και να µην είσαι εγωιστής. Θυµάµαι να τσακώνοµαι και να χτυπιέµαι µε έναν αδελφό µου και να έρχεται ο πατέρας µου να µας λέει: “Νίκο, πάρε αγκαλιά τον Πάρη, φίλησέ τον και ζήτα του “συγγνώµη”. Το ίδιο κάνε κι εσύ, Πάρη”. Δίναµε λοιπόν τα χέρια και µετά από λίγο παίζαµε µαζί. Μέχρι σήµερα είµαστε πολύ δεµένοι».
Τα 24 χρόνια του, τον βρήκαν µε ένα µπαρ στο κέντρο της Αθήνας και το Κολωνάκι έγινε ο καθηµερινός προορισµός του. Ωστόσο, έναν χρόνο αργότερα αναγκάστηκε να πουλήσει την επιχείρησή του, λόγω χρεοκοπίας.
«Χρεοκόπησα. Με κυνηγούσαν οι αγωγές και οι δικηγόροι. Έφτασα στο τελευταίο σκαλοπάτι που µπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος. Πέρασα µια µαύρη περίοδο στη ζωή µου. Όταν ήρθε αυτή η άγια ηµέρα της πώλησης, ήµουν µαζί µε τον δικηγόρο µου στο µαγαζί. Θυµάµαι που µου έλεγε: “Μη δώσεις το µαγαζί γιατί δεν έχεις τίποτα άλλο στη ζωή σου. Προσπάθησε και θα το ξαναφέρεις στα ίσια µε τα χρόνια”. Εκείνη την ώρα ανέβηκα στην τουαλέτα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό µου. Την ώρα που κοιτούσα τον νιπτήρα σκεφτόµουν: “Είναι δικός µου. Όπως και ο καθρέφτης. Πώς θα δώσω όλα αυτά που έφτιαξα;”. Με πείραζε. Κατεβαίνοντας από τη στριφογυριστή σκάλα στο µπαρ έφαγα µια αναλαµπή και είπα: “Δεν πάει να… Θα στενοχωρηθεί ο νιπτήρας άµα νίψει τα χέρια του άλλος;”. Όλα είναι νούµερα. Βγαίνουν; Αν όχι, τότε τέλος. Εκείνη τη στιγµή λοιπόν τελείωσαν και για εµένα τα συναισθηµατικά δεσίµατα µε τα υλικά».
«Γιατί στα 24 ήθελα να ανοίξω µαγαζί; Τι δουλειά είχα; Καµία. Λες και είχα καμιά εμπειρία χρόνων στα μαγαζιά για να αποφασίσω να ανοίξω δικό μου. Ποιος φταίει άραγε; Εγώ. Δεν ήμουν έτοιμος, δεν ήμουν έμπειρος. Ξέρεις τι συµβαίνει πολλές φορές στη ζωή µας; Ονειρευόµαστε πράγµατα που όταν έρχονται δεν είµαστε σε θέση να τα διαχειριστούµε. Για αυτό πρέπει να προσέχουµε τι ονειρευόµαστε».