Γλύτωσε από θαύμα ο Μιχάλης Μητρούσης
Εντός της ημέρας θα χειρουργηθεί ο Μιχάλης Μητρούσης που τραυματίστηκε χθες Κυριακή, σε τροχαίο στη Συγγρού. Ο ηθοποιός έχει υποστεί κάταγμα έξω σφυρού. Πρόκειται για ένα ήπιο κάταγμα, ωστόσο, όπως […]
Εντός της ημέρας θα χειρουργηθεί ο Μιχάλης Μητρούσης που τραυματίστηκε χθες Κυριακή, σε τροχαίο στη Συγγρού. Ο ηθοποιός έχει υποστεί κάταγμα έξω σφυρού. Πρόκειται για ένα ήπιο κάταγμα, ωστόσο, όπως […]
Κατά τη διάρκεια του Πρωινού, ο Γιώργος Λιάγκας αναφέρθηκε στην έξοδο στον Αντώνη Ρέμο και στη Δέσποινα Βανδή το βράδυ του Σαββάτου. Τον παρουσιαστή συνόδευσε η Μαρία Αντωνά και σχετικό […]
Συντάκτης: Newsroom
3 Σεπτεμβρίου 2024 16:18
Ανάμεσα σε καΐκια και ταρσανάδες, στο Παλιό Λιμάνι των Σπετσών, το 1980 γεννήθηκε μια ντισκοτέκ, η «Figaro», η οποία έμελλε να καταστεί αληθινό τοπόσημο της νυχτερινής ζωής του νησιού, αλλά και εμβληματική της ελληνικής καλοκαιρινής διασκέδασης εν γένει. Ο Τάκης Κάρης συνάντησε τον ιθύνοντα νου αυτής της ντισκοτέκ και μαζί αναβίωσαν είκοσι τρία χρόνια non-stop party. Οι ηλιοκαμένες επιδερμίδες χαλάρωναν πάνω στο λευκό ασβεστωμένο τοίχο, ενώ η μουσική προσπαθούσε να παρασύρει τον κόσμο στον τρελό χορό μέσα στη «Figaro», την ιστορική ντισκοτέκ στο Παλιό Λιμάνι των Σπετσών. Μέσα από τις τρεις μεγάλες καμάρες της βεράντας, το who is who του τζετ-σετ της εποχής απολάμβανε χαμο- γελώντας τις διά θαλάσσης αφίξεις στο κλαμπ, μια ατέ- λειωτη πασαρέλλα από tender to, ενώ όλα τα μάτια εστία- ζαν στο όνομα του σκάφους, το tender του οποίου αποβίβαζε στη «Figaro» τους πλούσιους και διάσημους θαμώνες της.
Έτσι, διαδιδόταν ανάμεσα στα διάφορα τραπέζια ότι είχαν άρτι αφιχθεί οι επιβαίνοντες του «Big D» του Δημήτρη Καρέλλα ή του «Καίτη-Ιωάννα», του εντυπωσιακού ιστιοφόρου της οικογένειας Καραγιώργη που ήταν μόνιμα αγκυροβολημένο στις Σπέτσες, μπροστά από το Ποσειδώνιο, της «Κρεολής» των Νιάρχων, που παραθέριζανστο ιδιόκτητο γειτονικό νησί, τη Σπετσοπούλα, ή κάποιου από τα «VarMar», του στόλου από θαλαμηγούς της οικογένειας Βαρδινογιάννη. «Τα εγκαίνια της “Figaro” έγιναν στις 5 Ιουνίου 1980 και τουλάχιστον πεντακόσια σκάφη είχαν καταπλεύσει στις Σπέτσες για το πάρτι των εγκαινίων. Σε αυτό το πνεύμα, με αμείωτο το κέφι, η “Figaro” συνέχισε είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια –Πάσχα και καλοκαίρια κυρίως–, έως το 2003, όταν οι ιδιοκτήτες του κτιρίου το ζήτη- σαν για ιδιόχρηση» εξηγούσε τότε ο ιδιοκτήτης της διάσημης ντίσκο, Βασίλης Γκουσγκούνης. Στη δεκαετία του ’70 μεσουρανούσαν η ντίσκο και ο χορός μέχρι πρωίας.
Όπως όλοι οι νέοι της εποχής εκείνης, έτσι και ο Βασίλης Γκουσγκούνης σύχναζε στη «Figaro» στην οδό Λεβέντη στο Κολωνάκι ή στο «Papagayo» της Πατριάρχου Ιωακείμ. Με αυτό τον τρόπο γνωρίστηκε με τον ιδιοκτήτη τους, Λεωνίδα Ιωαννίδη. Με τον Λεωνίδα Ιωαννίδη συνδέθηκαν με στενή φιλία που αργότερα θα οδηγούσε και σε επαγγελματική συνεργασία. «Αποφάσισα να ασχοληθώ με τη νυχτερινή ζωή για πλάκα στην πραγματικότητα. Δεν ήξερα πού θα με πήγαινε αυτό, αλλά καθώς τα καλοκαίρια στις Σπέτσες τότε υπήρχε μόνο ένα κλαμπ, ο “Απόλλωνας”, σκέφτηκα να ανοίξω δίπλα, σε κάποιες παλιές αποθήκες, ανάμεσα σε ταρσανάδες, ένα άλλο, που το ονόμασα “Καρνάγιο”, το 1977. Αυτό έπιασε αμέσως και το 1980, σε συνεργασία με τον Λεωνίδα Ιωαννίδη, εξελίχθηκε στην περίφημη “Figaro” των Σπετσών». Η δεκαετία του ’80 ήταν σίγουρα η δεκαετία-ορόση- μο του μεταπολέμου με βαθιές αλλαγές τόσο στην παγκό- σμια οικονομία και τη γεωπολιτική όσο και στη μουσική, τα trends και τη διασκέδαση. Εκείνα υπήρξαν τα χρόνια της ενηλικίωσης της «χρυσής νεολαίας» των baby boomers της δεκαετίας του ’60, που μεγάλωσαν σε μια οικονομικά ανθηρή Ελλάδα, μακριά από πολέμους, κατοχές και εμφυλίους.
Έτσι, η (70s) ντίσκο «Απόλλωνας» παρέδωσε αμέσως τα σκήπτρα στη νεότευκτη «Figaro» και το πάρτι έφτασε σε tilt, με τους σημαντικότερους γόνους του ελληνικού εφοπλιστικού, επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου να διασκεδάζουν μέχρι αργά το πρωί, παρέα με τους απο- γόνους των ιστορικών σπετσιώτικων οικογενειών και τους διεθνείς επισκέπτες. «Κάθε βράδυ ήταν μια έκπληξη. Οι παρέες, το κέφι, τα σκάφη, η ξεγνοιασιά του καλοκαιριού. Όλα αυτά δημιουργούσαν μια μοναδική ατμόσφαιρα. Από τα πιο δημοφιλή πάρτι μας ήταν το “Hawaiian Night” ή το “Country Night”, όταν οι θαμώνες έμπαιναν στο κλαμπ πάνω σε άλογα ή σε γαϊδούρια. Γινόταν κυριολεκτικά “χαμός”».
Το πρόγραμμα ξεκινούσε και έκλεινε με το αγαπημένο τραγούδι του συνεταίρου του, μια επιτυχία του Stevie Wonder, ενώ ανάμεσα στα πιο cutting edge διεθνή hits, που προμηθευόταν από τον περίφημο Μάριο Τοκατ- λίδη της οδού Τσακάλωφ ή από τον Βασίλη Λάλο, μίξαρε το «Figaro», την ομώνυμη άρια από τον «Κουρέα της Σεβί- λης», του Rossini. «Φίγκαρο, Φίγκαρο, Φίγκαρο» σιγοτρα- γουδά καθώς μου διηγείται την ιστορία του νάιτ κλαμπ των Σπετσών, στο καφέ που έχουν με την κόρη του, Δήμητρα, το «Cafeccino», στο Ψυχικό.
Ο Βασίλης Γκουσγκούνης έτρεφε μεγάλη ευαισθησία για την παράδοση και την ιστορία του νησιού αφού αν και Αθηναίος στην καταγωγή, από ηλικίας τεσσάρων ετών έζησε και μαθήτευσε στις Σπέτσες. «Ο πατέρας μου, Σωτήρης Γκουσγκούνης, είχε μια βιοτεχνία με υφαντά, ριχτάρια και μαρινιέρες και προμήθευε τα καταστήματα των Σπετσών. Έτσι πήραμε μια κατοικία στην περιοχή του Αγίου Φανουρίου και εγκατασταθήκαμε στις Σπέτσες, αφού εκεί έδρευε και ένα από τα καλύτερα σχολεία της εποχής, η Αναργύρειος-Κοργιαλλένειος». Παρότι ο κύριος Γκουσγκούνης σπουδάζει αργότερα στην Αθήνα Μηχανικός Αεροσκαφών, δεν μπορεί να αφήσει τη θάλασσα και ειδικά αυτή των Σπετσών. Το σχολείο του έκλεισε ύστερα από μια κρατικοποίηση και βέβαια οι ελπίδες του να φιλοξενεί τα πάρτι των τελοιόφοιτων στην ντισκοτέκ του δεν επαληθεύτηκαν.
Από τη «Figaro», όμως, «αποφοίτησαν» γενεές γενεών Ελλήνων και διεθνών αναγνωρίσιμων. «Όταν έκλεισε η “Figaro”, το 2003, ήρθε και με βρήκε ο Σπύρος Νιάρχος. “Δεν μπορεί να κλείσει η ‘Figaro’. Δεν γίνεται…» μου είπε. Προσπάθησε ο ίδιος να διαπραγματευτεί τρεις συνεχείς φορές με τους ιδιοκτήτες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα».
«Πέρασε παρακμή η περιοχή. Πλέον όμως, ανακάμπτει. Συνέχεια έχω στο μυαλό μου να αναβιώσω τη “Figaro”: ίσως σαν ένα ποιοτικό και αποκλειστικό lounge bar, για να θυμούνται οι πιο παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι» έλεγε ο Βασίλης Γκουζγκούνης αλλά δεν πρόλαβε.