Με τον Γιώργο Καραμίχο χαίρεσαι να συζητάς. Γιατί αν η πεμπτουσία μιας συνέντευξης ή εν γένει μιας συζήτησης είναι να ανακαλύπτεις στο συνομιλητή σου την ανεπιτίδευτη ποιότητα, τότε καλώς αυτή η συνέντευξη – συζήτηση με τον εκ των κορυφαίων ηθοποιών της γενιάς μας ήταν μια μακρά κουβέντα,.
Ο Γιώργος Καραμίχος μίλησε για όλα, από την αρχή, τα βιώματα του στην πατρίδα του τη Βέροια, ως το θέατρο και την κατάσταση στην Ελλάδα, σήμερα, όπως τη βλέπει ο ίδιος. Γιώργος Καραμίχος, εφόλης της ύλης, λοιπόν, μέρος πρώτο…
Καλησπέρα Γιώργο Καραμίχο!
Γεια σου Γιάννη μου!
Είμαστε λοιπόν εδώ στο Gardenista και μου δίνετε η ευκαιρία να ψάξω τον κ. Καραμίχο ως καλλιτέχνη, ως ηθοποιό, ως σύζυγο, ως πατέρα, ως ό,τι θες. Ξεκινάμε λοιπόν! Γεννήθηκες στην Βέροια.
Ναι.
Η πρώτη επαφή με την εργασιακή αρένα ήταν το κρεοπωλείο του θείου σου. Κάνω λάθος;
Όχι δεν ήταν έτσι. Η πρώτη επαφή ήταν με τα χωράφια και με τα ζώα. Στο κρεοπωλείο πήγα πολύ μετά, στα 13 μου. Η πρώτη δουλειά ήταν στο χωράφι και μαζεύαμε τα κλαδιά, τα τσάκνα, μετά το κλάδεμα και στα 6 μου περίπου αγοράσαμε και τα κατσίκια, οπότε απο τα 6 μου μέχρι τα 12 βοσκούσα και κατσίκια ή βαρούσα στο κουτάρι, έσπρωχνα τις κατσίκιες να πάνε για άρμεγμα. Και μετά στα 13 πήγα στο κρεοπωλείο του θείου μου κάθε Παρασκευή και Σάββατο.
Οι Καραμιχαίοι είναι βλάχικης καταγωγής?
Προέρχονται από τα Γρεβενά οι παππούδες των γονιών μου, αλλά είχαν έρθει με βλάχους. Το 1/4 της οικογενείας είναι και βλάχικης καταγωγής και ούτος ή άλλως η κουπατσαρεϊκη καταγωγή είναι η ίδια καταγωγή, απλά οι βλάχοι έχουν και την γλώσσα. Οι παππούδες μου μού μάθαιναν τα βλάχικα, οι γονείς μου το ίδιο και εμείς μεγαλώσαμε σε σπίτι που μιλούσαμε και βλάχικα. Μετά στο χωριό ήρθανε και οι Πόντιοι, οπότε μάθαμε να χορεύουμε και τα ποντιακά και είχαμε ένα πολιτισμικό περιβάλλον.
Πολύ ωραία!
Ο Γιώργος Καραμίχος λοιπόν, γεννιέται στην Βέροια το 1974 σε μια εποχή που οι δυνατότητες…
3 Γενάρη
Και αρχή αρχή της χρονίας…
Αρχή, ούτε τρεις μήνες δεν άντεξα την Χούντα! Την έριξα!
Και είχες τα παιδικά βιώματα που μας περιέγραψες και μετά από κάποια χρόνια σε μια ηλικία πάντως , το γυρίζεις στο θέατρο, αφού κάνεις πρώτα σπουδές Ιστορίας.
Ναι! Το σαράκι είχε μπει πολύ πιο πριν. Όταν ήμουν στο χωριό γράφαμε διάφορα σκετσάκια. Ήτανε μια δασκάλα στο χωριό, μακρινή θεία, η Μαρκέλα που έφτιαχνε και κάτι θεατρικές παραστάσεις και ψιλοπαίξαμε εκεί. Μετά, στην Γ’ Λυκείου έπαιξα σε μια παράσταση του Γιάννη Κεσαρίδη, του γνωστού συγγραφέα που ήταν καθηγητής μας Φιλόλογος στο Πολυκλαδικό Λύκειο Βεροίας, έπαιξα τον Κοτσκαργιώφ στα ” Παντρολογήματα του Γκόγκολ” και μου έμεινε το κουσούρι. Οπότε με το που πέρασα Φιλοσοφική , γιατί το έθεσα στους δικούς μου ότι θα ήθελα να ασχοληθώ με αυτό, προφανώς έγινε μία πολύ μεγάλη μάχη με αρνητική έκβαση και πιέστηκα. Έδωσα τις Πανελλήνιες, πέρασα στο Ιστορικό στην Κέρκυρα και πηγαίνοντας στην Κέρκυρα, από τα πρώτα πράγματα που έκανα ήταν να μπω στην Κερκυραϊκή σκηνή.
Μάλιστα.Αυτός ο συνδυασμός , ένας ηθοποιός, που είναι σήμερα ένας νέος ηθοποιός σε ηλικία εννοώ…
Όχι πια! Έκλεισα τα 50 πριν ένα μήνα.
Ο 50άρης είναι ο νέος της εποχής, που έλεγε και ο μακαρίτης ο Ζαμπέτας.
Μεσίληξ! Κανονικότητα μεσίληξ!
Αυτός ο συνδιασμός, μ’ αυτή τη Ακαδημαϊκή θωράκιση, με τα χρόνια σου λέει κάτι? Δηλαδή εννοώ ότι σου χρησίμευσαι σε κάτι το γεγονός ότι ψάχτηκες και κάπου αλλού αναγκαστικά ή όχι δεν έχει σημασία.
Πάρα πολύ! Ένας από τους λόγους που οδηγήθηκα βέβαια και σε άλλους δρόμους, ήταν η απόγνωση. Γιατί μεγαλώνοντας σε χωριό μπορεί να κάποια πράγματα να φαίνονται εξωτικά και για κάποιους να ακούγονται όμορφα. Από την άλλη, έχει πολύ λάσπη και κοπριά και κλειστό περιβάλλον και έλλειψη ελευθερίας και έλλειψη προσλαμβανουσών. Οπότε, έψαχνα να βρω άλλες διεξόδους, όπου μπορώ να αναπνέω και όπου η ποίηση και τα βιβλία που είχα ξεκινήσει να διαβάζω μικρός δεν ήτανε εξαίρεση, αλλά ήτανε το αυτονόητο. Και περνώντας στην Κέρκυρα στο Πανεπιστήμιο είχα την δυνατότητα πια να έρθω σε επαφή με ανθρώπους πέρα από τους συμφοιτητές μου, που κάποιοι από αυτούς είναι ακόμη στην ζωή μου, όπως ο καλύτερος μου φίλος και κουμπάρος μου, αλλά και με τους καθηγητές. Μετά στο τελευταίο έτος πήγα και Γαλλία για ένα εξάμηνο με υποτροφία ERASMUS και άρχισα να διευρύνω τους ορίζοντες μου. Ήταν πολύ σαφές βέβαια ότι κάθε μέρα που περνούσε, κάθε μήνας ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο και όλο αυτό ήτανε μια προετοιμασία στο να πάω κι εγώ να δώσω στο Εθνικό εξετάσεις, πριν τελειώσω την σχολή. Κατέβηκα στην Αθήνα και πήγα στο Εθνικό, γιατί δεν ήξερα που ήταν η σχολή. Πήγα στο Εθνικό και γινόταν ακρόαση. Και πήγα στην ακρόαση. Πήρα δηλαδή τις πληροφορίες που ήθελα για να δώσω στην σχολή το Φθινόπωρο, αλλά ήταν Άνοιξη ακόμη και μπήκα σε ακρόαση και με πήραν και έπαιξα στο Εθνικό πριν μπω στην σχολή.
Λόγω της επιτυχούς ακρόασης υποθέτω;
Ναι! Πήγα στην ακρόαση, τραγούδησα, χόρεψα. Δεν είχα καμία αίσθηση κινδύνου, γιατί δεν ήξερα ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι από κάτω που με βλέπουν, ήταν ο Βολανάκης, ο Χρονόπουλος, δεν είχα καμία αίσθηση ποιος είναι ποιος. Αυτό το θάρρος της άγνοιας. Ευτυχώς!
Κι αυτό σε ευνοεί μερικές φορές.
Ναι, γιατί δεν έχεις και κάτι να χάσεις. Έχει μια φρεσκάδα ιδιαίτερη αυτό. Δεν ήμουνα βέβαια ποτέ αγενής, δεν ήμουνα θρασύς. Φαντάζομαι ότι όλα αυτά μέτρησαν. Ήμουν ένας άνθρωπος που είχα μια καλλιέργεια μετά από τόσα χρόνια στο Πανεπιστήμιο.
Και είχες βρει και το μέτρο σου φαντάζομαι.
Ως ένα βαθμό ναι. Είχα παίξει αρκετά χρόνια στην Κερκυραϊκή Σκηνή, το οποίο μου έδινε και μια σχετική αυτοπεποίθηση έκθεσης επιφανειακά τουλάχιστον, γιατί εσωτερικά είχα πολλούς δαίμονες να δαμάσω…στομάχια, τρύπες εσωτερικές έλλειψης ασφάλειας και εμπιστοσύνης. Αλλά μετά κάνοντας πρόβες στο Εθνικό, πήγαινα στην Κέρκυρα να δώσω και τα τελευταία μαθήματα που χρωστούσα άλλα 4 και πήρα το πτυχίο μου.
Να σου κάνω μια ερώτηση που με κατατρώει. Γιατί αυτό που θα σου αποκαλύψω τώρα σαν το μυστικό μας σαν καινούριοι φίλοι, είναι ότι γράφω κι εγώ θέατρο. Και έχω την εξής απορία με όσους ηθοποιούς έχω συνεργαστεί και δημοσιογραφικά και θεατρικά και είναι η εξής: τα ερεθίσματα τα καθαρά θεατροκινηματογραφικά μέχρι να φτάσετε εσείς στο σανίδι ή εσείς στην οθόνη μικρή ή μεγάλη είναι αυτό που λέει ο πολύς ο κόσμος ότι ο καλός Ελληνικός Κινηματογράφος του ’60 ο ποιοτικός κτλ…
Τα ερεθίσματα που είχα εγώ πέρα από τον Ελληνικό Κινηματογράφο, για εμένα ήτανε κυρίως το θέατρο του Ραδιοφώνου. Άκουγα Ραδιόφωνο κρυφά μικρός με τα ακουστικά μου και με βοηθούσε να φτιάξω με την φαντασία μου όλο τον κόσμο, γιατί όταν ακούς το Ραδιόφωνο τις πόρτες και τα παράθυρα τα φτιάχνεις όπως θέλεις εσύ. Οπότε η φαντασία λειτουργούσε πολύ πιο έντονα, οπότε αυτά τα ονόματα που δεν ήξερα και κατόπιν τα έμαθα, αυτούς τους υπέροχους ηθοποιούς. Και μετά να είναι καλά η Μελίνα Μερκούρη που έφτιαξε τα ΔΥΠΕΘΕ. Και ξαφνικά έτυχε όταν ήμουν εγώ στην εφηβεία, προς τέλος Γυμνασίου και Λύκειο να περιοδεύουνε όλοι οι θίασοι και όλα τα ΔΥΠΕΘΕ υποχρεωτικά, γιατί υπήρχε και ΔΥΠΕΘΕ στην Βέροια και έπρεπε να περνάνε από το θέατρο το ανοιχτό στην Βέροια και έτσι είχα την δυνατότητα να δω θέατρο πραγματικά. Μέχρι τότε είχα πάει μία φορά σε μία επιθεώρηση με Ρένα Βλαχοπούλου και Ντίνο Ηλιόπουλο στο Δημοτικό.
Μέχρι τότε εσύ δημιουργούσες πρότυπα; Έλεγες ότι δεν θέλω να γίνω σαν αυτόν;
Όχι! Δεν είχα ποτέ και ούτε έχω πρότυπα. Ποτέ δεν έλεγα θέλω να γίνω σαν και κάποιον. Μου άρεσαν πράγματα που έβλεπα, δηλαδή όταν ήμουνα 1ο έτος στο Πανεπιστήμιο έλεγα μακάρι να ζούσε ο Ταρκόφσκι, να έκανα ταινίες του και να παίζω τον Αντρέι Ρουμπλιώφ. Αλλά δεν έλεγα να είμαι σαν αυτόν εύκολα. Ήθελα να βρω τον δικό μου δρόμο και μετά την σχολή, από τα πρώτα χρόνια που δούλευα, επίσης δεν είχα πρότυπο ” Α θέλω αυτόν!”. Είχα έναν άνθρωπο που θαμάζω και από εκεί και πέρα με ενδιαφέρουν οι συνεργασίες. Ούτε οι ρόλοι , ντε και καλά θέλω αυτόν τον ρόλο. Έχω πει όχι σε ρόλους , να παίξω Άμλετ στο Εθνικό και ρόλους στην Επίδαυρο. Δεν είχα ποτέ κόλλημα με κάτι τέτοιο. Πιστεύω στην σωστή στιγμή και στην σωστή συνεργασία. Όταν έβλεπα συνεργάτες που για κάποιον λόγο πίστευα ότι σε αυτή την στιγμή θα μπορούσε η συνεργασία μας να μας βοηθήσει να προχωρήσουμε, το έκανα.
Ήσουν αντιστάρ , δεν σε ενδιέφερε κυρίως η μαρκίζα , αλλά η ουσία του πράγματος;
Αυτό ισχύει εκατό τοις εκατό και ήμουν τότε στο Εθνικό που ήταν κατάπτυστο το να παίζεις και σε τηλεόραση να βγαίνεις σε εξώφυλλα και περιοδικά. Εκ των έσω επειδή είχα σαράκια εσωτερικά, που με έτρωγαν, δεν μπορούσα να είμαι ευτυχισμένος με το σελοφάν και το περιτύλιγμα, δεν έχει να κάνει μόνο με το εμπορικό κομμάτι, αλλά κυρίως αυτό της κουλτούρας στην Ελλάδα. Βλέπεις παραστάσεις προτού καν ανέβουν να παίρνουν τις καλές κριτικές και υποστηρίζονται για κάποιο λόγο πολύ καλά από ένα ολόκληρο σύστημα. Πολύ νωρίς κατάλαβα οτι και η κουλτούρα θέλει πολύ προσοχή στην Ελλάδα , γιατί είναι πολύ πιο επικίνδυνο να φτιάχνεις συνειδήσεις από μια τηλεόραση ή ένα εμπορικό θέατρο. Αλλά κάτι που υποτίθεται οτι εμβαθύνει όταν φλερτάρει και καταδύεται στο δήθεν με τα μπούνια , αυτό είναι επικίνδυνο.
Θεωρείς οτι παρασύρει την κοινωνία δηλαδή;
Προφανώς και φτιάχνει μια ολόκληρη αισθητική δομή στην οποία πολλοί άνθρωποι εγκλωβίζονται και νομίζεις οτι είναι αισθητική πια το σκαρπίνι με την άσπρη κάλτσα.
Ήταν ωραία χρόνια στο Εθνικό;
Δυσκολεύτηκα πολύ στη Σχολή με καθηγητές που το ένστικτό μου μου έλεγε να μην κάνω αυτό που μου δείχνανε να κάνω, γιατί τότε οι καθηγητές με κάποιες εξαιρέσεις μας έδειχναν πως να παίξουμε και αυτό ήταν πολύ κόντρα στο σύστημά μου, δηλαδή έφτυνα αίμα κυριολεκτικά είχα κια γαστρίτιδες στο στομάχι και έφτυνα αίμα στις εξετάσεις , με πολύ πίεση σε ένα πολύ έντονα ανταγωνιστικό κλίμα. Μπορεί αυτό να προερχόταν και από δικές μου ανασφάλειες. Στα πρώτα δυόμιση χρόνια ήμουν με ένα τμήμα , μετά διέκοψα έκανα μια ταινία και έκανα άλλο ένα χρόνο μετά. Το πρώτο έτος ήταν ένα πολύ ωραίο έτος με πολύ ωραίο δυναμικό , απλώς ήταν η συνθήκη της Σχολής πολύ δύσκολη δεν υπήρχε αίσθηση συνεργασίας , δεν υπήρχε έμπνευση, ο καθηγητής επέμενε στο δικό του τρόπο και στη δική του μίμηση και εγώ επειδή δεν υπήρξα άνθρωπος της αυλής δυσκολεύτηκα πολύ.
Εκείνη την εποχή η τηλεόραση και το σινεμά ήταν εξορκισμένα πράγματα;
Το σινεμά μου άρεσε πάρα πολύ και δεν ήταν αρνητικό, το καλό σινεμά εννοώ. Δεν υπήρχε και άλλο σινεμά , γιατί το ελληνικό σινεμά με το ζόρι επιβίωνε. Δεν είχε ξεκινήσει ούτε η επιστροφή της κωμωδίας να κάνουν έγχρωμες τις πρώην ασπρόμαυρες, όπως τις κάνουν… Οι ιδέες όλες καλές είναι, στο δια ταύτα όμως και εκ των πραγμάτων δεν θα έχουν αυτές οι ταινίες την διαχρονικότητα που έχουν οι ασπρόμαυρες γιατί δεν έχουν τον ίδιο κόπο.
Δε θα δεις το Χατζηχρήστο με μπλε στολή εκεί που τον ξέρεις ασπρόμαυρο…
Δεν φταίει μόνο το χρώμα αν και αυτό παίζει ρόλο. Όπως λέει ο Βέμπερς το ασπρόμαυρο είναι τελικά πιο ρεαλιστικό από το έγχρωμο, σαφέστατα. Μοιάζει πιο πολύ με τα όνειρά μας και την φαντασία μας. Δεν είναι μόνο αυτό όμως είναι ο κόπος των ανθρώπων. Τα πράγματα πια είναι πολύ εύκολα. Δεν συζητάμε για τους συγγραφείς τον Ψαθά , τον Τσιφώρο, μιλάμε για ανθρώπους εξαιρετικής διάνοιας που αν έκαναν τώρα κάτι δεν θα κάνανε τα δικά τους έργα, θα τα διασκεύαζαν πλήρως, θα ήταν μοντέρνοι. Το να προσπαθήσεις να εκμοντερνίσεις ένα τέτοιο έργο στο σήμερα θέλει πολύ κόπο. Και πρέπει να γίνει από ένα άνθρωπο που έχει την ίδια διάνοια. Που είναι αυτοί ; Θέλω τηλέφωνα και διευθύνσεις…
Θα κάνω έναν παραλληλισμό. Κάποτε ο μακαρίτης Διονύσης Παπαγιανόπουλος είχε εκφράσει στον Φρέντυ Γερμανό την οργή του για το γεγονός οτι είχε κάνει 50 χρόνια θέατρο και σινεμά και ξαφνικά από την τηλεόραση και μετά άρχισαν όλοι να τον αναγνωρίζουν από το Λούνα παρκ! Την αναγνωρισιμότητα την απέκτησες κυρίως από την τηλεόραση. Αυτό έναν άνθρωπο που αγαπά το θέατρο τον ενοχλεί ή είναι σημείο των καιρών;
Όταν ξεκίνησα προφανώς και υπήρχε ενοχή. Για πολλά χρόνια έκανα κυρίως θέατρο , πολύ λίγη τηλεόραση συγκριτικά και σινεμά , γιατί το σινεμά είναι κυρίως η αγάπη μου . Μετά το θέατρο και μετά η τηλεόραση. Η τηλεόραση όταν γίνεται με τα δεδομένα του σινεμά επίσης την αγαπώ. Ζούμε σε μια χώρα πολύ ρατσιστική και φαίνεται πολύ τώρα. Πριν ξεκινήσω και κάνω την πρώτη μου τηλεόραση , πήγαινα σε κάστιγκ και έλεγαν όλοι , λίγη τηλεόραση να είχε μωρέ , ‘ένα ονοματάκι. Από την άλλη όταν έκανα την πρώτη μου τηλεόραση κια έτυχε να έχει και επιτυχία κατ’ ευθείαν μετά από 7 επεισόδια στο “Καφέ της Χαράς” ε μωρέ έλεγαν , κάηκε. Η πρώτη μου επαφή με την τηλεόραση ήταν στο “Φεύγα” της Ζουμπουλάκη και Παπαοικονόμου και μετά τη δεύτερη χρονιά έκανα το “Λένη” και τα 7 επεισόδια στο “Καφέ της Χαράς” και από εκεί άλλαξαν μετά όλα. Έκανα και μια επέμβαση στη μέση κάπου εκεί και μετά έκανα τηλεόραση για να έχω μια άνεση και να μην χρειαστεί να πουλήσει ο πατέρας μου το τρακτέρ , όπως έκανε, όταν χρειάστηκε για την επέμβαση.
Υπάρχει μια μετάβαση στις σειρές που ανέφερες από το κοινωνικό στην κωμωδία και από την κωμωδία στο δράμα…
Με το που ξεκίνησα με έβλεπαν σε μια παράσταση, τους άρεσε ευτυχώς αυτό που έκανα, είχε μια σειρά, και ήθελαν να κάνω ακριβώς το ίδιο. Μετά κι εγώ φυσικά έλεγα όχι και ‘έκανα ακριβώς το αντίθετο και επειδή βίωσα εκ των έσω τον ρατσισμό της ελληνικής κουλτούρας σε πολλά εισαγωγικά, των κουλτουριάρηδων ηθοποιών και σκηνοθετών και το πόσο θάβουν και υποτιμούν το άλλο , θεωρώ οτι η τέχνη είναι ένα πράγμα και πρέπει από όλα να περάσει ένας καλλιτέχνης για να βρει το δικό του ειδικό βάρος και να αποφασίσει οτι εκεί θέλει να μείνει. Από όλα κερδίζεις και κάτι, βέβαια δεν μιλάμε για κομμάτια που δεν έχουν να κάνουν με τέχνη. Με νοιάζει η δυσκολία που λέγαμε πριν. Είναι όλο εύκολο , είναι να βγάλουμε των κώλο μας για να γελάσει ο κόσμος, για να το πω απλά. Αυτό ποιώ τα πάντα χωρίς εμβάθυνση δεν είναι ούτε κωμωδία , ούτε κάτι άλλο , είναι κάτι που δεν μπορώ προσωπικά να υπερασπιστώ, γιατί για μένα κρύβει τεράστια κατάθλιψη. Οι κλοουνεροί είναι οι πιο καταθλιπτικοί άνθρωποι που υπάρχουν. Όταν κάνεις τους πάντες να γελούν με ευκολία, το χρεώνεσαι. Μετά πας σπίτι σου και δεν καταπολεμιέται εύκολα. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, μπορεί να είναι δική μου ανημποριά , αλλά είναι ένα κομμάτι που δεν είναι καν comede del arte, είναι ρωμαϊκό θέατρο της αρένας. Πέραν τούτου στα υπόλοιπα όλα κομμάτια προφανώς έχω περάσει από όλα τα στάδια και με τεράστιο κίνδυνο και με φοβερές ευχές και κατάρες από ανθρώπους γύρω μου. Μου το γράψανε και σε κριτικές πως τόλμησα από το θέατρο Αμόρε να κάνω Ρέππα -Παπαθανασίου στο Εθνικό. Υπήρχε ρατσισμός και από την μία πλευρά και από την άλλη και από την “κουλτούρα” και από την εμπορικότητα. Αυτό δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν την δουλειά τους.
Και ο Γιώργος Καραμίχος προσγειωμένος στο σήμερα , τι λέει γι αυτό που έχει , για αυτό που βρήκε και αυτό που έρχεται τώρα. Ποιο είναι το ζητούμενο;
Το ζητούμενο είναι πολύ σαφές από κάποια ηλικία και μετά. Αυτά που δεν μας μάθανε στο σχολείο να τα ανακαλύπτουμε μόνοι μας. Το ζητούμενο στη ζωή είναι η ευτυχία που λέει και ο Αριστοτέλης. Η προτεραιότητα είναι η προσωπική διαδικασία και εξέλιξη, δεν έχει να κάνει με το τί είναι της μόδας. Έχω ένα παιδί, το δεύτερο παιδί που είναι 10 χρονών, και θέλει τη φροντίδα μου. Δεν ζούμε μαζί τις καθημερινές ζει με την μαμά του και θέλω τα Σαββατοκύριακα κάποιο διάστημα μαζί του. Οφείλω να υπηρετήσω τις επιλογές μου. Θέλω λοιπόν αν έχω χρόνο για το παιδάκι μου, το θέατρο μπορεί να περιμένει λίγο ακόμη. Θέλω να εστιάσω σε εμένα στις βαθιές μου σχέσεις και να στρώσω το κομμάτι της οικογένειας της δικής μου. Τα παιδιά μου να είναι καλά, η κόρη μου είναι μεγάλη πια ζει τη ζωή της, αλλά θέλω να έχω χρόνο και για εκείνη να έχω ποιοτικό χρόνο να περνάω μαζί της. Οπότε προτεραιότητα είναι τα παιδιά μου σε αυτή τη φάση.
Είσαι πολυδιάστατος άνθρωπος και πολύ ενδιαφέρον τύπος, περνάς από το ένα θέμα στο άλλο χωρίς να υπάρχει ατζέντα. Έχεις μιλήσει πρόσφατα και είπες ότι πέρασες μια σύντομη μάχη με τον καρκίνο, αν έχω καταλάβει καλά.
Δε θα έλεγα μάχη, ακούγεται πολύ δραματικό αυτό. Οι τίτλοι των εφημερίδων και των περιοδικών μας έχουν ταράξει όλους. Μάχη με την επάρατη νόσο. Τίποτα είχε ένα καρκίνο στο σώμα μου και τον αφαίρεσα. Καμία μάχη δεν έκανα ο γιατρός πολέμησε. Αυτό το δίνουμε μάχη, κάνει τα πράγματα πιο δραματικά και δίνει και περισσότερο βάρος. Μια ασθένεια. Ευτυχώς και να είναι καλά η κόρη μου και η ασφαλίστριά μου που εγκαίρως έκανα κάτι εξετάσεις. Η πρόληψη σώζει, αυτό πρέπει να κάνει ο κόσμος. Το βρήκαμε εγκαίρως και τώρα συνεχίζω τη θεραπεία κι εύχομαι από εδώ και πέρα όλα να πάνε καλά. Ήμουν σε πολύ καλά χέρια, έχουμε εξαιρετικούς γιατρούς στην Ελλάδα, αλλά τα υπόλοιπα τα συνεχίζω κανονικότατα. Συνεχίζω την ψυχανάλυση και την κατάδυση μέσα μου. Πήρα κάποιες αποφάσεις που δε τις έπαιρνα εύκολα, ας πούμε ξεκίνησα πιάνο, τώρα στα γεράματα. Ξεκίνησα γυμναστική που δεν έκανα ποτέ επισταμένα στη ζωή μου. Πρώτη φορά ακούω τον εαυτό μου και προσπαθώ να αποφεύγω τις κακοτοπιές και να διαχειρίζομαι τα συναισθήματα που καταπίεζα, ώστε να μη χρειαστεί να ασθενήσω ξανά. Δυστυχώς δεν εκπαιδεύτηκα από μικρός να ακούω τον εαυτό μου, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Οι καταπιέσεις δημιουργούν συντονισμούς στο σώμα μας και τα κύτταρα πάλλονται προς κατευθύνσεις που δεν είναι και τόσο υγιής. Εγώ τη μάχη που δίνω είναι με τον εαυτό μου, τα συναισθήματά μου, τους ανθρώπους και τις καταστάσεις γύρω μου και προσπαθώ να αποφύγω τις συνθήκες που με κάνουν να σφίγγομαι, να μην είμαι πια καλά.
Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν ότι είχες μια γνωριμία με τον καρκίνο, δεν τον συμπάθησες, όπως κανείς άνθρωπος και τον απέφυγες γρήγορα.
Να σου πω την αλήθεια δεν τον είδα καν, είδα φωτογραφίες του. Είναι σαν να είναι ένας συνεργάτης pen pal που τον βλέπεις από μακριά. Οι γιατροί μου άνοιξαν και είδαν ότι είδαν εκεί μέσα. Επίσης δεν είναι ένα ξένο σώμα ο καρκίνος κατ΄ εμέ , είναι κάτι που δημιουργείται εκ των έσω. Είναι ένα κομμάτι δικό μας που κακοφορμίζει, γιατί για κάποιο λόγο κάποια κύτταρα αποφασίζουν σε μια άλλη δυναμική. Σε τί είδους δονήσεις έχουμε καταφέρει να εκθέτουμε τον εαυτό μας και ξαφνικά αρχίζει να φλερτάρει με αυτού του είδους το σκοτάδι, γιατί φλερτάρουμε με πάρα πολλά σκοτάδια, αυτές είναι αποφάσεις που δεν γίνονται ούτε από το μυαλό, ούτε από το συναίσθημα, γίνονται από όλα μαζί. Κάποιες φορές λένε μην αγχώνεσαι για να μην πάθεις καρκίνο, καρδιά, εγκεφαλικό, αλλά ο εγκέφαλος δεν ακούει εντολή. Ο μόνος τρόπος για να μην αγχώνεσαι είναι να εστιάσεις σε κάτι ευχάριστο. Όταν είσαι σε συνθήκες οι οποίες έχουν κυρίως αρνητικό πρόσημο, όπως είναι οι συνθήκες ου ζούμε τώρα. Στις ημέρες της επετείου των Τεμπών ακόμα συζητάμε τα αυτονόητα. Συζητάμε για ένα “κάφρο” υπουργό εκείνη την εποχή, ο οποίος λίγες μέρες πριν το δυστύχημα ούρλιαζε στη Βουλή ότι είναι όλα προβοκάτσια , στους ανθρώπους που του έλεγαν δεν είναι ασφαλή τα τρένα , ούρλιαζε, άρα ήξερε, παραιτείται και στο καπάκι ξαναβάζει υποψηφιότητα, άρα η παραίτηση δεν ισχύει και μετά οι φίλοι μας οι Σερραίοι τον ψηφίζουν, γιατί είναι ένα επίθετο που ψηφίζεται. Ένα χρόνο μετά δεν έχει εκδικαστεί καμία υπόθεση , κανείς δεν έχει αναλάβει την ευθύνη. Όταν λοιπόν δεν λαμβάνεις υπ΄ όψιν σου τον ανθρώπινο πόνο και είσαι το αφεντικό της οικογένειας , γιατί μιλάμε για τους ανθρώπους που μας κυβερνούν και που εμείς επιλέγουμε. Τι κάνουμε λοιπόν; Επιλέγουμε να μας κυβερνήσουν άνθρωποι, οι οποίοι δεν μας αγαπάνε, δεν μας σέβονται, δεν μας ακούν και αυτό είναι ένα εμφανές θέμα με τα Τέμπη, γιατί και στην Πύλο είναι ακόμα χειρότερο το δυστύχημα , απλώς δεν ήταν Έλληνες αυτοί. Αυτό δεν θα έπρεπε να παίζει κανένα ρόλο, είναι άνθρωποι. Τα θέατρα ήταν κλεισμένα επί μήνες και ήταν σα να μην συμβαίνει τίποτα , μιλάμε για Υπουργό Πολιτισμού που είναι ατσαλάκωτη, θωρακισμένη, ώστε τίποτα να μη την βάλει, μην τυχόν και βγουν τα σκάνδαλα που κρύβει από κάτω. Όλοι τα ξέρουμε τα συζητάμε.
Άμα ήξερα ότι θα μιλήσεις έτσι θα προσπαθούσα να σε βρω και 5 χρόνια πριν. Σε έχω μελετήσει να παίζεις τον Δημήτρη Χορν στην ‘’Τελευταία παράσταση’’ με την Μαρίνα Καλογήρου να παίζει την Έλλη Λαμπέτη και την Καριοφίλια Καραμπέτη να τη διαδέχεται σε πιο μεγάλη ηλικία. Έχω μελετήσει Γιώργο Καραμίχο στην ονειροπαγίδα, στο Καφέ της Χαράς και ξαφνικά βλέπω έναν ώριμο ηθοποιό με στόφα σημαντικού ηθοποιού πια στον “Ήλιο” και θέλω να μιλήσουμε γι΄ αυτό γιατί θεωρώ ότι εκεί βάζεις όλο σου το μεγαλείο, αλλά παίζεις ένα κόντρα ρόλο σε σχέση με αυτό που σε έχουμε συνηθίσει και μάλιστα σε μια καθημερινή σειρά που έχει ζόρι. Από όλους αυτούς τους Καραμίχους που ανέφερα πριν εσύ ποιον Καραμίχο προτιμάς;
Για μένα όλοι οι ρόλοι που έχω παίξει και γι΄ αυτό τους διάλεξα, γιατί από τη στιγμή που τους διάλεξα είναι κόντρα και με πιάνει πανικός πριν ξεκινήσω να δουλεύω. Στην πορεία συνειδητοποιώ ότι δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη ύπαρξη κόντρα στη δική μας, γιατί εν δυνάμει , αν αλλάξουμε τη δόνηση των κυττάρων μας προς μια άλλη κατεύθυνση, άρα αν δημιουργήσουμε διαφορετική ιστορία, διαφορετικούς γονείς και περιβάλλον είναι εν δυνάμη δικοί μας. Η δουλειά που προτιμώ , γιατί προτιμώ τη συνεργασία, αγαπώ ότι ανέφερες μέχρι στιγμής, αλλά η πιο άρτια συνεργασία για μένα μέχρι στιγμής είναι στο “Μία νύχτα του Αυγούστου στην ΕΡΤ 1 σε σκηνοθεσία Ζωής Σγουρού, γιατί είχα τη δυνατότητα να δουλέψω με μια σκηνοθέτη που ήξερε πάρα πολύ καλά τι ήθελε και να το χρωματίσει με τα χρώματα που χρειαζόταν και να με καθοδηγήσει αντίστοιχα, να μου επιτρέψει το κομμάτι της ελευθερίας από τη μια και από την άλλη των ορίων που χρειάζεται. Ήταν η πιο άρτια συνεργασία μου μέχρι στιγμής. Με το Λαϊνά και τον “Ήλιο” , ήταν ένα πολύ έντονο προσωπικό στοίχημα , είχα να δουλέψω στην Ελλάδα 9 χρόνια , δεν είχα κάνει ποτέ καθημερινό, οπότε ήταν ένα στοίχημα να δω πως είναι. Όταν με πήρε ο Σταύρος ο Καπελούζος και μου είπε “ θα ερχόσουνα από την Αμερική γι’ αυτό”; Ήταν και περίοδος της πανδημίας και δεν δούλευε τίποτα , λέω καθημερινό μωρέ; Και μετά λέω γιατί σνομπάρω ; ο κόσμος είναι μέσα με την πανδημία , όλοι σε πανικό, θα πρέπει να κρατήσω συντροφιά στους γονείς μου , που δεν ξέραμε αν θα ανοίξουν ποτέ τα σπίτια , αν θα βγουν οι άνθρωποι , έτσι το έκανα. Απλώς για ενάμιση χρόνο δεν έζησα τη ζωή μου , αλλά έζησα ως Λαϊνάς. Γυρνούσα μάθαινα λόγια, ήταν μια περιπέτεια πολύ ιδιαίτερη και ένας ρόλος που με βοήθησε να ανακαλύψω πράγματα που δεν είχα κάνει μέχρι τότε.
Σου αρέσει η Ελλάδα όπως την είδες μετά από μια περιπέτεια στην αλλοδαπή;
Την Ελλάδα την αγαπώ , είναι η πατρίδα μου , είναι το μέρος μου, ζω και ανασαίνω το κάθε τι και το αναγνωρίζω, όπως ξέρουμε όλοι με τα άπειρα στραβά , πολύ δύσκολα ειδικά στο επαγγελματικό κομμάτι η κοινή λογική δεν υπάρχει, αλλά έχει και ένα κομμάτι το οποίο δεν βρίσκεται πουθενά αλλού. Πέρα από την κουζίνα και τα πρώτα υλικά, το τοπίο είναι ένας τόπος ευλογημένος, άσχετα που οι άνθρωποι τον έχουμε καταραστεί. Μακριά από την Ελλάδα δεν μπορώ να ζήσω, ακόμα και όταν ήμουνα στην Αμερική μια φορά άντεξα 8 μήνες, πάνω από τρίμηνο αν ήμουνα μακριά από την Ελλάδα με έπιανε κρίση. Συνεχίζω να έχω το ένα πόδι μου Αγγλία και Αμερική, συνεχίζω να δουλεύω και στο εξωτερικό, αλλά η βάση μου είναι εδώ, γιατί εδώ είναι το μικρό μου παιδί. Τη βόλτα με το σκύλο μου στου Ψυρρή και στη γειτονία μου στου Φιλοπάπου δεν μπορώ να τη ζήσω πουθενά αλλού. Από τη μια βλέπω τη θάλασσα και από την άλλη την Ακρόπολη, βλέπω και κάθετα και οριζόντια την ιστορία μας και την κατάντια μας.
Γυρίζεις στο σπίτι σου και επιλέγεις να ξεκουραστείς και διαλέγεις ένα βιβλίο, ποιο θα ήταν αυτό;
Έχω γύρω στα δέκα βιβλία στο κρεβάτι μου, αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Από ποίηση μέχρι ιστορία. Και όλα τα ενδιάμεσα, φιλοσοφία, επιστήμες τα πάντα. Αυτό που διαβάζω τώρα , τελείωσα ένα κείμενο του Πεσόα, ένα κείμενο του Μπιλ Μπράισον και της Ρομεγί την αρχαία ελληνική τραγωδία και κάθε τόσο έρχονται και άλλα διαβάσματα.
Πηγή: nofakenews.gr