Στην Αθήνα επέστρεψαν ο Γιώργος Μαυρίδης κι οι τρεις συνεργάτες του, ύστερα από την περιπέτεια που είχαν στο Μεξικό και οδήγησε στην κράτησή τους. Οι ίδιοι κρατήθηκαν εκεί επειδή δεν έδωσαν πλήρη στοιχεία για τον τόπο διαμονής τους, ενώ πληροφορίες ανέφεραν ότι κατά την απέλασή τους από την χώρα δημιουργήθηκε ένταση στο αεροπλάνο που ήταν να επιβιβαστούν για να επιστρέψουν στην Ελλάδα κι ο πιλότος έδωσε εντολή να κατέβουν από το αεροσκάφος. Τελικά οι τέσσερις τους έφτασαν στην Ελλάδα μέσω Φρανκφούρτης, όπως ορίστηκε από τις μεξικανικές αρχές.
Κατά την άφιξή του στο Ελευθέριος Βενιζέλος οι κάμερες συνάντησαν τον Γιώργο Μαυρίδη κι ο ίδιος έκανε τις πρώτες δηλώσεις για την περιπέτειά του:
«Βγάζατε ειδήσεις σε έναν άνθρωπο που ήταν μέσα, δεν είχε επικοινωνία με τους δικούς του ανθρώπους τέσσερις μέρες και τον δικάσατε ότι μάλωσε με τον πιλότο, ότι το έπιασαν επειδή μίλησε με αγένεια. Ήμασταν μια ομάδα τεσσάρων ανθρώπων που πήγανε στο Μεξικό να κάνουν γυρίσματα για να περάσουμε καλά. Ο προορισμός ήταν να πάμε Μεξικό, μετά Βραζιλία για έναν μήνα και κατεβήκαμε στο Μεξικό επειδή έχω ένα πολύ καλό φίλο εδώ και δέκα χρόνια που του έκανα τατουάζ. Δήλωσα τη διεύθυνση και το όνομα αυτού ανθρώπου και το ένα το παιδί έχει και συγγενείς εδώ. Δε δέχονταν ότι θα μείνω σε έναν φίλο μου και μου έλεγαν ποιο είναι το ξενοδοχείο. Τους λέω δεν έχω ξενοδοχείο αφού θα με φιλοξενήσει ένας φίλος μου. Δεν το δέχτηκαν κι ήθελαν να δηλώσω ένα ξενοδοχείο, έστω και ψεύτικο με λίγα λόγια. Αυτό κατάλαβα με τον δικηγόρο.
Σταματήσαμε, κατεβήκαμε, δεν το δέχτηκαν, πήραν το διαβατήριο και τα κινητά και μας πήγαν σε ένα γραφείο. Ήμασταν σε ένα κελί και για 12 ώρες δεν μας επέτρεψαν να μιλήσουμε με κανέναν ούτε στην πρεσβεία σε βαθμό που λέγαμε θα μας εξαφανίσετε δίχως νερό και φαγητό και σε κάποια φάση νευριάσαμε κι είπαμε πείτε μας παιδιά τι κάναμε; Και το ξενοδοχείο να μην ήταν σωστό ήταν αυτή συμπεριφορά; Κάποια στιγμή το φουντώσαμε κι εμείς και δημιουργήσαμε επεισόδιο γιατί θα μέναμε εκεί ούτε κι εγώ ξέρω μέχρι πότε. Πήραμε τηλέφωνο, μας χλεύαζαν, μας ειρωνεύονταν, μας έδιναν να παίρναμε τηλέφωνο από απόκρυψη στους δικούς μας. Να παίρνουμε τρεις η ώρα το βράδυ από απόκρυψη στους δικούς μας ότι είμαστε στη φυλακή. Μείναμε τρεις νύχτες δεν θα σου πω συμπεριφορά και καταπάτηση δικαιωμάτων, το τερμάτισαν. Για να κάνουμε τηλέφωνο συνέχεια μαλώναμε και μας έστειλαν Αθήνα με το έτσι θέλω. Δε μαλώσαμε με κανένα πιλότο, δεν μπήκαμε ποτέ στο αεροπλάνο επίτηδες γιατί αν μπαίναμε και κάναμε αυτό που ήθελαν για ακόμα μια φορά, μας έκαναν ότι ήθελαν σαν τσουβάλια. Είδαμε πράγματα και καταστάσεις απίστευτες, οι άνθρωποι δεν πάνε καλά. Είναι παρανοϊκοί.»