Στο πρόσωπό του, όλη η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού των τελευταίων 55 χρόνων. Με τη φωνή του δίνει ζωή σε ανθρώπους που σημάδεψαν το ελληνικό τραγούδι με τους στίχους, τη σύνθεση και την προσωπικότητά τους. Ο Γιώργος Νταλάρας «Προσωπικά» με την Έλενα Κατρίτση, μοιράζεται μαζί μας εικόνες και λόγια που «έγραψαν» στη μνήμη του, μιλά για τα πρόσωπα που καθόρισαν τη ζωή του αλλά και για τις ιδέες του που τον κάνουν όλα αυτά τα χρόνια να αγωνίζεται για όσα πιστεύει.
Από γειτονιά σε γειτονιά ήταν η ζωή του ως παιδί, ένας μικρός εσωτερικός μετανάστης, που κάθε φορά που πήγαινε να ριζώσει, η οικογένεια έφευγε κι εκείνος έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. «Είμαι ένα παιδί που ξεκίνησε χωρίς στον ήλιο μοίρα. Είχα μια αλλόκοτη παιδική ζωή αλλά ήμουν ευτυχισμένος… Παιδάκι 7-8 χρόνων έπαιρνα το λεωφορείο και πήγαινα από την Άνω Δάφνη στην Ακαδημίας, 1.20 δραχμές έκανε το εισιτήριο, δούλευα και σε ένα καφενείο. Πήγαινα τους καφέδες και τα κατάφερνα καλά. Ένα παιδάκι σβέλτο που έκανε και κόλπα με τον δίσκο. Τον γύριζα έτσι που δεν χυνόταν ο καφές και το νερό. Και μου έδιναν ένα δίφραγκο όταν το πετύχαινα».
Ο πατέρας του, πρόλαβε να τον δει φτασμένο, όμως συνέχιζε να παίζει μπουζούκι και να βγάζει πιατάκι, όπως έκαναν οι παλιοί ρεμπέτες. «Ήταν πολύ καλός μουσικός ο Λουκάς, δεν ήταν τυχαίος. Πηγαίναμε με τον αδελφό μου να παίξουμε μαζί του και δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που έκανε. Του έλεγα, μπαμπά γιατί το κάνεις; Και μια φορά μου απάντησε: Πώς θα ζήσουμε παιδί μου; Και ο Βαμβακάρης ακόμη βγάζει.
Η μητέρα μου ήταν μια ηρωίδα που δύσκολα ξεχνάς. Εγώ ήμουν πολύ συνδεδεμένος με εκείνη, γι’ αυτό και έζησα μαζί της μέχρι που έγινα 33 χρόνων. Είχαν αλλάξει τα πράγματα, είχε έρθει και ο Χρήστος κοντά μας όταν έφυγε από το ορφανοτροφείο. Όταν βελτιώθηκαν τα οικονομικά μας, μπόρεσα να πάρω ένα σπίτι στον αδερφό μου και άλλο ένα στη μητέρα μου για να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της. Νομίζω ότι ο καημός της ήταν ότι άλλαζα και γινόμουν πιο αυστηρός και δύσκολος. Αλλά ήταν λογικό γιατί δεν μπορούσα να τα επεξεργαστώ όλα. Ήμουν ένα κλαράκι και παρίστανα το πλατάνι…
Πρέπει να παραδεχθώ πως η Άννα θυσιάστηκε για μένα. Θυσίασε πράγματα που θα μπορούσε να κάνει. Είμαστε λίγο αντίθετοι άνθρωποι, σε όλα τα επίπεδα. Με πίστεψε και με βοήθησε πάρα πολύ. Όταν τη γνώρισα ήταν ένα φωτεινό πλάσμα και αυτό με κέρδισε. Τώρα που πέρασαν όμως τα χρόνια, νομίζω ότι της άξιζε κάτι καλύτερο, ότι η Άννα είναι ένα κορίτσι που θα έπρεπε να έχει παντρευτεί έναν πρίγκιπα. Και όχι έναν αλήτη που παίζει και λίγο μπουζουκάκι».
-Θέλω να μου πεις Γιώργο, με το χέρι στην καρδιά, αν σε ενδιαφέρει ποια εικόνα έχει ο κόσμος για σένα σήμερα και πώς θα σε θυμούνται.
«Δεν μπορώ να πω ότι δεν με ενδιαφέρει γιατί νιώθω πως έχει μείνει κάτι ανεκπλήρωτο. Ο κόσμος βλέπει τον Νταλάρα σε αφίσα και του βάζει πάνω μουστάκια και γυαλιά και ξεχνάει τον άνθρωπο. Μένει στον Νταλάρα. Όχι κύριοι, εγώ είμαι πάνω από τον Νταλάρα. Ο Γιώργος. Ο Νταλάρας με αφήνει σχεδόν αδιάφορο. Με ενδιαφέρει μόνο το μουσικό του κομμάτι. Αυτό που έκανε, αυτό που κάνει, αυτό που ακόμη παλεύει. Το υπόλοιπο αν θέλετε να το μάθετε, σκύψτε, περάστε έξω από τη φωτογραφία. Κάντε μια αξονική, κάντε κάτι. Αυτό ναι, με ενδιαφέρει, όταν θα φύγω, να ξέρουν τι ήταν ο Γιώργος».