Η Δήμητρα Παπαδοπουλου μετά από τα σενάρια της που έχουν αγαπηθεί, παίρνει την μοναδική πένα της και αυτή τη φορά γράφει για τους ανέφικτους έρωτες μιας φοιτήτριας την εποχή της Μεταπολίτευσης, αποσπάσματα του οποίου προδημοσιεύει αποκλειστικά το «Θέμα». «Εζησα μέχρι τώρα με πολυτέλεια σε σχέση με τον χρόνο. Τον ξόδεψα αβέρτα, απλόχερα, σαν να μου ανήκαν δισεκατομμύρια αιώνες». Με αυτόν τον δυναμικό τρόπο ξεκινά η πολυταλαντη Δήμητρα Παπαδοπούλου το μυθιστόρημά της, «ο έρωτας είναι παιχνίδι μωρό μου» που πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 5 Μαΐου από τις εκδόσεις Διόπτρα .
Οπως και η ίδια η Δήμητρα Παπαδοπούλου που γράφει, παίζει, βιώνει τη ζωή μέχρι την πιο μικρή, απρόσμενη έκπληξή της και ποτέ δεν σταματά να εμπνέεται από τις ανθρώπινες σχέσεις, έτσι και η ηρωίδα της δεν παύει να ερωτεύεται και να στοχάζεται. Ποιος θα μπορούσε, άλλωστε, να γράψει καλύτερα ένα βιβλίο ενηλικίωσης, για μια φοιτήτρια που, όπως και η ίδια, εξερεύνησε με κάθε βιωμένο τρόπο τη νιότη της στα Εξάρχεια μαζί με τους φίλους της, από τη Δήμητρα Παπαδοπούλου; Το βιβλίο, γραμμένο με τον γνωστό άμεσο τρόπο της γνωστής ηθοποιού, συγγραφέως και σεναριογράφου, με τρυφερότητα και με χιούμορ, ακολουθεί τις ερωτικές περιπέτειες της ηρωίδας της, μιας φοιτήτριας που περιπλανιέται στο κέντρο της πόλης, έχει επαναστατικό πνεύμα και ανησυχίες και ερωτεύεται μέχρι το μεδούλι. Και, όπως συμβαίνει συνήθως με τα ανήσυχα και πνευματώδη κορίτσια, θα ερωτευτεί το κακό παιδί, σε μια σχέση έντονη αλλά και καταστροφική, αφού αυτός ο έρωτας θα την τραυματίσει για πάντα επηρεάζοντας τις επόμενες σχέσεις της.
Αυτό το τραύμα, όμως, θα της δώσει ταυτόχρονα αφορμή να επαναξιολογήσει τα πάντα γύρω της ενώ άμεσα συνδεδεμένη με την εσωτερική αυτή επισκόπηση είναι και η σχέση της με τον πατέρα της. Η τόσο σημαντική γι’ αυτή σχέση με τον πατέρα της φαίνεται να καθόρισε τις αντιδράσεις της, αλλά και να δημιούργησε και μια σειρά από εσωτερικές συγκρούσεις. Από τις σελίδες του βιβλίου τη βλέπουμε να μεγαλώνει, μοιραζόμαστε στιγμές από την επιτυχία της, ανακαλύπτουμε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει στη ζωή της η φιλία, όπως έχει δεδηλωμένα εκφράσει ότι παίζει και για την ίδια η Δήμητρα Παπαδοπούλου. Επί της ουσίας, βλέπουμε μια ολόκληρη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια μας, τη ζωή μιας σύγχρονης, καθημερινής γυναίκας που τελικά αποκτά την επιδιωκόμενη σοφία μέσα από τον πόνο. Στενοχώρια, όμως, που μοιράζεται, κάνει το βάρος να αλαφραίνει, όπως λέει κάποια στιγμή η ηρωίδα στο βιβλίο.
Και στην τελευταία φράση, η μεγάλη, η απρόσμενη ανατροπή: τι είναι αλήθεια και τι ψέμα στη ζωή μας; Τι προσφέρει παραμυθία σε εκείνα που μας βασανίζουν, είτε τα αναγνωρίζουμε είτε προσποιούμαστε ότι μας αφήνουν αδιάφορους. Σχέσεις που δεν οδήγησαν πουθενά, η εμφάνισή μας που αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου, η σωματική και πνευματική επαφή που συνεχώς δυσκολεύει με την αλλαγή εποχής και τη διαδοχή των γενεών. Και η Δήμητρα με την αφοπλιστική γραφή της είναι όπως την ξέρουμε και την αγαπάμε: με αστείρευτο χιούμορ που σε κάνει να γελάς μέχρι δακρύων, ενώ στην επόμενη φράση παραμονεύει η ωμή αλήθεια. Κι εκεί δεν κάνει καθόλου εκπτώσεις.
Ατομα ελευθέρας βοσκής
Τον Βασίλη τον γνώρισα όταν ήμουν φοιτήτρια. Είχε στο μάτι κάτι που ’λεγε «Συγγνώμη, κορίτσια, αλλά εγώ είμαι σπουδαίος», και εγώ μάσησα. Μου αρέσουν οι σπουδαίοι άνθρωποι, μου δημιουργούν μια διάθεση να τους ακολουθήσω. Αλλά και τι θα πει «σπουδαίος»; Ο καθένας μπορεί να ’χει κάτι άλλο στον νου του… Εγώ πάντως τον ερωτεύτηκα για τους δικούς μου λόγους σε σχέση με τη σπουδαιότητα.
Τότε ζούσαμε και στον απόηχο του βρασμού της Επανάστασης στην Ελλάδα, προχωρημένη Μεταπολίτευση, και κάθε κορίτσι ήθελε τον άντρα επαναστάτη. Ο Βασίλης ποτέ δεν το ομολόγησε, αλλά κουβαλούσε μια μολότοφ στο βλέμμα. Ο εκρηκτικός μηχανισμός φαίνεται στο μάτι του άντρα. Εμένα αυτοί οι άνθρωποι πάντα με τρόμαζαν και, όπως μας τα είπαν αργότερα στα ψυχαναλυτικά, αυτό που σε τρομάζει σε έλκει. Τον λαχτάρησα. Ο Βασίλης βέβαια και το καλημέρα με το ζόρι μου το πρόσφερε, διότι, τα ’παμε αυτά, ήταν σπουδαίος. Και εγώ περίμενα πότε θα μπει στη Νομική, πότε θα βγει απ’ τη Νομική. Στην Ιατρική σπούδαζε, αλλά τότε κανένας δεν σύχναζε στη σχολή του, και κυρίως δεν σπούδαζε με την έννοια που το εννοεί σήμερα ένας άνθρωπος του δυτικού κόσμου. Είχε και μια γκόμενα, την Αλέκα – σιγά μην είχε εμένα.
Ο άντρας των ονείρων μας συνήθως έχει άλλη γκόμενα για να έχουμε θέμα να τον κλαίμε, τουλάχιστον έτσι εκπαιδευτήκαμε απ’ το σινεμά και τα μυθιστορήματα. Βέβαια, στο τέλος, αν είμαστε καλά και έξυπνα κορίτσια, θα τον αποκτήσουμε… Η γκόμενά του πρέπει να ’ταν πιο μεγάλη από αυτόν, γιατί ήταν ήδη πτυχιούχος Αρχαιολογίας και ψαχνόταν με μια ομάδα να πάνε κάπου στη Μακεδονία, να γυρεύουν κόκαλα και κρανία. Κι αυτή κυκλοφορούσε σαν να ’ταν σπουδαία και είχε φανερούς λόγους. Την ομορφιά της. Μελαχρινή, μαύρο μαλλί, φιγούρα που έκλεβε τις ματιές των αντρών, σαν μηχανή χιλιάρα, και δυστυχώς για μένα ήταν και έξυπνη, δεν περιέφερε την ομορφιά της με τον αντιπαθητικό τρόπο που κάνουν οι κουκλάρες! Ηταν σαν να το ήξεραν όλοι εκτός από εκείνη. Και τους έβλεπα να κυκλοφορούν πολλές φορές αγκαλιά κι εγώ μαράζωνα. Βέβαια, πάντα είχα το χάρισμα, ήξερα να περιμένω, και είπα μια μέρα, με την εμπιστοσύνη του καταστροφικού εγωισμού, «Εγώ μια μέρα αυτόν θα τον έχω».
Η Δήμητρα με την αφοπλιστική γραφή της είναι όπως την ξέρουμε κι όπως την αγαπάμε: με αστείρευτο χιούμορ που σε κάνει να γελάς μέχρι δακρύων, ενώ στην επόμενη φράση παραμονεύει η ωμή αλήθεια
Και μ’ αυτή τη φράση ξεκίνησε η εισαγωγή του Αρλεκιν της Μεταπολίτευσης της δικιάς μου ζωής.
Και βρήκα την ευκαιρία μια μέρα που ’ταν κατάμονος απέναντι απ’ το καφενείο του Χημείου.
«Να κάτσω», είπα. Αυτός μπλαζέ, κοίταζε το άπειρο, εγώ δεν κώλωνα σ’ αυτά, από ένστικτο ήξερα ότι ο μπλαζέ μπορεί να είναι κι ένας φοβισμένος κομπλεξικός, κι έκατσα στην άδεια καρέκλα στο ίδιο τραπεζάκι.
«Πώς σε λένε;»
«Βασίλη», μου απάντησε πολύ βαριεστημένα.
«Σ’ έχω δει πολλές φορές εδώ στη γύρα και ήθελα να μάθω τ’ όνομά σου».
«Γιατί;» μου είπε.
«Γιατί μου αρέσεις», του είπα.
Τι το ’θελα; Ακόμα δεν μου το ’χω συγχωρήσει. Γέλασε, παράτησε το άπειρο και ήρθε.
«Το ’χω καταλάβει», μου είπε, «απ’ το πώς με κοιτάζεις».
Κουρέλι έγινα, αλλά ήδη την είχα αμολήσει τη ρουκέτα.
Αυτά τα πολύ αληθινά μου τα ’χουν εκτιμήσει μόνο κάτι πολύ ψαγμένοι, αλλά οι άντρες που θέλουμε να ρίξουμε στο κρεβάτι μας θέλουν αυτοί να κυνηγήσουν, εμείς να κάνουμε ότι θέλουμε αλλά και δεν θέλουμε, εμείς να τους κοιτάμε με υποσχετικό βλέμμα που να ’χει μέσα το «ναι» και το «όχι» ανάκατα, ούτως ώστε, όταν το τσακώσει, να απομονώσει το «ναι» και να νιώσει ότι πήρε τη νίκη μόνος του, δεν τον βοήθησε η γυναίκα. Σαν μια μυστική συμφωνία αιώνων που τελευταία πάει να ανατραπεί. Βοήθα εσύ λέγοντας με τα μάτια σου το «ναι», αλλά μη μου το πεις δυνατά και μου το κάνεις τόσο εύκολο, γιατί εγώ μετά ποια νίκη θα ’χω να πανηγυρίζω;
Το ’λεγε και μια φίλη της μάνας μου, Σαλονικιά καρακαλτάκα: «Στον άντρα δεν λες ποτέ πρώτη ότι τον θες». Ποτέ την αλήθεια στον άντρα, είναι σαν να του παίρνεις το παιχνίδι απ’ το χέρι, σαν να του λες το φινάλε του έργου.
Γιατί να κάτσει να το δει; Βαρετά πράγματα, προαιώνια. Είναι, λέει, ο κυνηγός. Αρα εγώ αναγκαστικά στη διανομή των ρόλων θα παίξω την αρκούδα, που πρέπει να φάει το ρόπαλο στο κεφάλι.
«Και τώρα τι θες από μένα;» μου είπε παιχνιδιάρικα.
«Να πηδηχτούμε…».
Παύση. Εδειξε να του φαίνεται αναπάντεχη και ενδιαφέρουσα η τροπή των γεγονότων. Κοίταξε κάπου μακριά, έκλεισε μια εφημερίδα που κρατούσε στα χέρια αφηρημένα, τη δίπλωσε δύο φορές και την ακούμπησε με προσοχή στο τραπέζι μπροστά του και ευθέως, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο ιδιαίτερο κενό, με ρώτησε: «Απόψε τι ώρα;».
Τα πάντα έπαιρναν την τροπή της έκτακτης επικαιρότητας.
«Τι ώρα σε βολεύει;».
«Αργά», μου είπε. «Πού;».
«Σπίτι μου».
Τα κανονίσαμε όλα. Μεσημέρι ήτανε, αλλά εγώ από εκείνη την ώρα άρχισα να περιμένω. Συμμάζεψα, έπλυνα, έβαλα σκούπα, αλλά ο Βασίλης δεν ήρθε ποτέ. Και δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να φανταστώ πόσο ακόμα θα χρειαζόταν στη ζωή μου να τον περιμένω. Δηλαδή να περιμένω τι; Αυτή την έκσταση της ευτυχίας που μου δημιουργούσε η παρουσία του. Αυτή την αδρεναλίνη μιας γαμημένης ευτυχίας που το κυνήγι της μπορεί να σε ρίξει στην πιο απίστευτη δυστυχία.
Δεν ρώτησα ποτέ τον Βασίλη, όσες φορές τον τρακάρισα, γιατί δεν ήρθε εκείνο το βράδυ. Θύμωσα όμως πολύ. Και του γύρισα την πλάτη. Αυτό το τέχνασμα που κάνει τ’ αρσενικό να αγριεύει. Με πολύ κόπο και πόνο ανακάλυψα το σικέ παιχνίδι του έρωτα.
Κι άρχισε το ερωτικό βασανιστήριο. Οχι πως δεν είχα ξαναζήσει βάσανα ερωτικά, αλλά αυτό ήτανε πρωτόγνωρο. Τρελές ματιές γεμάτες υποσχέσεις, ωραία μαύρα μάτια που κάρφωναν επισταμένα όπου με πετύχαιναν -τα μπλε μάτια δεν με ενθουσιάζουν όπως άλλες-, τόσο που με τάραζε, με το βλέμμα του ανέβαζα πυρετό, όχι τρόπος του λέγειν, πυρετό κανονικό. Πού τα ξέρουν μερικοί άντρες αυτά τα παιχνίδια με τα μάτια; Πού τους τα μαθαίνουνε; Στέλνουν ιδιαίτερο σήμα από ένα βάθος μέσα τους που ισοδυναμεί με τριάντα σελίδες κείμενο. Μα τι ήθελε από μένα; Και πάντα μπλαζέ, δεν μίλαγε. Καμιά φορά που με πετύχαινε στο καφενείο που ’παιζα κουμκάν, γιατί τότε μερικοί φοιτητές το σπουδάζαμε το κουμκάν, μου πέταγε κανένα αναπάντεχο «Δεν μου μιλάς;» κι έκανα πως ούτε που τον άκουσα και τράβαγα κάνα μπαλαντέρ να βγω να εκτονωθώ, ότι κάπου νίκησα κι εγώ.
Και μια μέρα που ’χε κρύο κι είχα γίνει λιώμα απ’ τα κονιάκ, πάνε οι αντιστάσεις πάνε και τα τουπέ και ήρθε κι έκατσε μόνος του δίπλα μου, όχι ότι έκανα εγώ την πρώτη κίνηση, εγώ ήμουν ορκισμένη…
«Γιατί δεν ήρθες», του είπα, «εκείνο το βράδυ;».
«Ηρθα», μου είπε και το βλέμμα του ήταν πολύ σοβαρό, σχεδόν πιστευτό.
«Χτύπησες κουδούνι;».
«Χτύπησα».
«Και γιατί το κουδούνι δεν αντέδρασε σ’ εσένα ειδικά;» είπα και δαγκώθηκα, μήπως φάνηκε ότι εκείνο το βράδυ κάθε δέκα λεπτά κατέβαινα και το τεστάριζα να δω αν βαράει.
Γέλασε ο πούστης αβίαστα και αυθόρμητα.
«Είσαι πολύ γλυκιά», μου είπε.
Ενιωσα το κονιάκ να μου γαργαλάει τα ρουθούνια και ήμουν έτοιμη να του κάνω πρόταση επιτόπου να πάμε σπίτι μου -δεν είχα βάλει μυαλό-, αλλά μου ’κοψε τη φόρα μία που ήρθε τρέχοντας και τσουπροειδώς, του έσκασε ένα φιλί, πεταχτό στην αρχή που κατέληξε βαρβάτο γλωσσόφιλο – με το ένα χέρι πλήρωνε τα κονιάκ και με το άλλο τη φίλαγε.
Γεια, μου είπε με τα μάτια, ενώ με το στόμα του δεν σταμάτησε τις εργασίες στο στόμα της άλλης. Και αυτό ήτανε. Εφυγε. Εφυγαν…