Κουρής-Τοπαλίδου:Στα δικαστήρια για το διαζύγιο
Κόντρα στα δημοσιεύματα που ήθελαν να βάζουν στην σχέση τους νέα θεμέλια και να “παγώνουν” το διαζύγιο, εμείς μαθαίνουμε δυστυχώς ακριβώς το αντίθετο για τον ηθοποιό Νίκο Κουρή και την […]
16 Αυγούστου 2019 15:05
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο ζω και αναπνέω, αυτό είναι οι αστικοί θρύλοι. ΟΚ, γουστάρω και την Eva Green, αλλά αυτό είναι άλλη φάση. Ακούγοντας τους, καταλαβαίνεις πολλά για τον τρόπο σκέψης αλλά και το τι φοβάται ο κάθε λαός. Επίσης, γουστάρω φουλ επειδή όλοι υποστηρίζουν με σθένος -ειδικά όταν είναι μικρότερης ηλικίας- πως γνωρίζουν κάποιον που τους έζησε ή που τέλος πάντων, ξέρει αυτόν για τον οποίο πρόκειται να μας μιλήσει. Πιστεύω ακράδαντα, ότι οι πιο πολλοί αστικοί θρύλοι που φτάνουν στα αυτιά μας, είναι προϊόντα καφενειακού χαβαλέ που πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις απ᾽ ότι υπολόγιζαν οι εμπνευστές του. Η αλήθεια είναι, πως όταν ένα δημιούργημα σου, έστω και με αυτή τη μορφή, αρχίσει να παίρνει διαστάσεις, δεν μπορείς παρά να το χαρείς λες και πρόκειται για κάποιο βιβλίο σου που έγινε best seller. Θυμάμαι πως όταν πήγαινα λύκειο, μια κοπέλα με είχε παρατήσει και εγώ για να την εκδικηθώ, έβγαλα μια ντροπιαστική φήμη για αυτή. Φήμη που πήρε τρελές διαστάσεις και για την οποία είμαι ακόμη και σήμερα υπερήφανος. Ναι, ξέρω, είμαι κωλόπαιδο.
Όντας λοιπόν, όπως προείπα, μεγάλος fan όλης αυτής της folklore παραφιλολογίας, αποφάσισα να μαζέψω τους πιο γαμάτους, ελληνικούς αστικούς θρύλους που έχω ακούσει και που, πιθανότατα και εσείς να γνωρίζετε, σε μια προσπάθεια επιβράβευσης των δημιουργών τους. Σκεφτείτε αυτό το κείμενο σαν ένα βραβείο λογοτεχνίας καφενειακού τύπου.
Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;
Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με έναν από τους αγαπημένους μου, σύμφωνα με τον οποίο, ένας γνωστός των φίλων σου (όπως συμβαίνει πάντα), οδηγούσε τα ξημερώματα στην μέση του πουθενά, όταν στην άκρη του δρόμου είδε έναν τύπο που είχε μείνει από λάστιχο. Ο γνωστός του φίλου σου λοιπόν, αποφασίζει να σταματήσει και να τον βοηθήσει. Αφού αλλάζουν το λάστιχο, ο τυπάς ρωτάει το όνομά του. Λίγες ημέρες αργότερα, μια ευχάριστη έκπληξη περιμένει τον γνωστό του φίλου σου, ο οποίος, γίνεται αποδέκτης μιας επιταγής με πολλά μηδενικά. Ο τυπάς που είχε βοηθήσει λίγες ημέρες πριν, ήταν μέλος πολύ γνωστής, εφοπλιστικής συνήθως, οικογένειας. Τον συγκεκριμένο θρύλο, τον έχω ακούσει για δύο διαφορετικούς εφοπλιστές. Τώρα, είτε είναι ψέμα, είτε πολλοί εφοπλιστές δεν διαλέγουν σωστά ελαστικά στα αυτοκίνητα τους.
Σεξάκι – νεφράκι
Ένας από τους πιο κλασικούς θρύλους που, αν με ρωτάτε, σίγουρα κάπως, κάπου, κάποτε, έχει συμβεί. Ένας νεαρός αράζει μόνος σε κάποιο μπαρ, όταν σε αυτό μπαίνει μια πανέμορφη κοπέλα. Αφού ανταλλάσσουν μερικά βλέμματα, αυτή τον πλησιάζει και αρχίζει το φλερτ. Καταλήγουν μεθυσμένοι στο κρεβάτι. Το πρωί, ο τύπος ξυπνάει μέσα στη μπανιέρα η οποία είναι γεμάτη πάγο. Στη μία εκδοχή που έχω ακούσει, ο τύπος βλέπει απλώς την ουλή και το αίμα με αποτέλεσμα να φρικάρει, ενώ στη δεύτερη, ξυπνά, σταθερά στη μπανιέρα με τον πάγο και βρίσκει ένα σημείωμα που τον ενημερώνει πως του έκλεψαν ένα νεφρό (χαλαρά, λες και του καβάτζωσαν τα τσιγάρα), συμβουλεύοντας τον μάλιστα να καλέσει γρήγορα το 166. Τουλάχιστον ο τύπος σκόραρε, κάτι είναι και αυτό.
Η φουστανέλα του θανάτου
Εντάξει, δεν υπάρχει αφιέρωμα που να σέβεται τον εαυτό του και να μην αναφέρει αυτή την ιστορία. Πρόκειται για έναν παλιό αστικό θρύλο που όμως, δεν είναι μόνο Ελληνικός. Υπάρχουν πολλές εκδοχές. Xωρίς τη φουστανέλα φυσικά. Στην Ελλάδα, λέγεται πως παλιά, σε κάποιο χωριό, οι νέοι έβαλαν ένα στοίχημα πως κανείς δεν έχει τα κότσια να πάει και να την αράξει όλο το βράδυ στο νεκροταφείο. Όπως συμβαίνει πάντα όμως, υπήρξε ένας Swartzeneger που υποστήριξε πως δεν φοβάται τίποτα. Πήγε λοιπόν στο νεκροταφείο και για να αποδείξει πως ήταν εκεί, κάρφωσε το μαχαίρι του πάνω στον τάφο που καθότανε. Λίγο πριν ξημερώσει, αποφάσισε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής, όμως, καρφώνοντας τον τάφο, δεν κατάλαβε πως είχε πιαστεί η φουστανέλα του στο μαχαίρι και έτσι, όταν πήγε να σηκωθεί, νόμιζε πως τον άρπαξε ο νεκρός και πέθανε ακαριαία από τον φόβο του. Η ιστορία μπάζει από παντού. Αρχικά, αφού ήταν τόσο χέστης που κατάφερε να πεθάνει από τον φόβο του, πως άντεξε να περάσει όλη τη νύχτα εκεί μόνος του; Δεύτερον, αλήθεια, πως σκατά κατάφερε να πεθάνει από τον φόβο του;
Old time classic
Αν δεν έχεις ακούσει αυτόν τον θρύλο, τότε, είτε ζεις σε κάποιο υπόγειο καταφύγιο, όντας και ο ίδιος ένας αστικός θρύλος, είτε, δεν ζεις στην Ελλάδα. Φαντάρος γυρίζει με άδεια σπίτι του, όταν ξαφνικά, στη μέση του πουθενά βλέπει μια όμορφη κοπέλα και αποφασίζει να σταματήσει. Τόσους μήνες στο στρατό, καταλαβαίνετε. Ρωτάει λοιπόν αν μπορεί να τη βοηθήσει και αυτή του ζητάει να την πετάξει σπίτι της. Μπαίνει λοιπόν στο αυτοκίνητο – εδώ θα πρέπει να αναφέρω πως υπάρχει και η εκδοχή της μηχανής, σύμφωνα με την οποία, η κοπέλα, όταν κρατήθηκε από πάνω του, ήταν παγωμένη – και την πάει σπίτι της. Αυτή όμως, ξεχνά ένα κασκόλ (ή ζακετάκι) και ο φαντάρος επιστρέφει το πρωί για να της το δώσει. Χτυπά το κουδούνι και του ανοίγει μια κυρία που τον ενημερώνει, με δάκρυα στα μάτια, πως η κοπέλα έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Ειλικρινά, δίνω συγχαρητήρια στον εμπνευστή της εν λόγω ιστορίας. Έχει καταφέρει να μπλέξει το μιλιταριστικό στοιχείο με λίγο ρομάντζο, horror και δράμα. Εκπληκτικός συνδυασμός, εύγε!
Ο κιθαρίστας
Η παρακάτω ιστορία, είναι από αυτές που τις διαδίδουν μόνο οι hardροκάδες και οι μεταλάδες. Δεν ξέρω γιατί αλλά, από όταν πήγαινα σχολειό, μόνο οι φίλοι μου που ανήκαν σε αυτή τη κατηγορία μουσικόφιλων, αναπαρήγαγαν αλλά και πίστευαν αυτόν τον θρύλο. Η ιστορία έχει ως εξής: είναι καλοκαιράκι, αργά το βράδυ και μια παρέα από φερέλπιδες νέους την αράζει σε μια παραλία. Όπως πολύ σωστά μαντέψατε, στην παρέα υπάρχει και ο κλασικός ποζεράς με την ακουστική κιθάρα, ο οποίος παίζει τα ίδια δέκα τραγούδια εδώ και επτά χρόνια μπας και ρίξει γκόμενα. Ξαφνικά, και ενώ ο τυπάς παίζει ένα πασίγνωστο κομμάτι, τις πιο πολλές φορές προτιμούν το «Stairway to Heaven» αλλά έχω ακούσει και εκδοχές με το «Wish you Were Here», από το πουθενά, εμφανίζεται ένας γέρος και του ζητάει τη κιθάρα. Αυτός του τη δίνει και ο γέρος, παίζει το κομμάτι με απίστευτη μαεστρία. Όταν τελειώνει, επιστρέφει τη κιθάρα στον ποζερά και φεύγει. Ξαφνικά, όλοι συνειδητοποιούν πως ο γέρος ήταν ο motherfucking Jimmy Page και μένουν μαλάκες. Έπειτα από αυτή την εξωπραγματική εμπειρία, τα πράγματα επέστρεψαν στους κανονικούς τους ρυθμούς, ο ποζεράς έμεινε με τη κιθάρα και το πουλί στο χέρι ενώ ο Jimmy Page, συνέχισε να περπατάει μέχρι την Αγγλία περνώντας από τον δρόμο που έχει μείνει από λάστιχο ο εφοπλιστής.
Διαβάστε εδώ