Η εφοπλιστική οικογένεια Μαυρολέων –με παρουσία ετών κυρίως σε Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη- έχει δύο σύγχρονους επιφανείς εκπροσώπους. Την Αλεξία που διακρίνεται στον καλλιτεχνικό τομέα και τον αείμνηστο Κάρλος, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό των Ταλιμπάν κατά των Σοβιετικών.
Ο Κάρλος Μαυρολέων έζησε μία ζωή γεμάτη περιπέτειες, ρίσκα, κινδύνους και τρομερές αντιθέσεις. Ο άνθρωπος που πολέμησε στα άγρια τοπία του Αφγανιστάν στο πλευρό των μουτζαχεντίν και των Ταλιμπάν, ήταν εκείνος που λίγο αργότερα συνόδεψε την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ σε απονομή των βραβείων Όσκαρ!
Ο ίδιος που επιχείρησε να ασχοληθεί με το λαθρεμπόριο πολύτιμων λίθων στην Ινδία, εργάστηκε και ως χρηματιστής στη Γουόλ Στριτ. Στο τέλος, έγινε πολεμικός ανταποκριτής, επιλογή που έμελλε να αποδειχθεί μοιραία…
Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1958 στο Λονδίνο. Ήταν γόνος πλούσιας εφοπλιστικής οικογένειας, με καταγωγή από την Κάσο. Η περιουσία της υπολογιζόταν σε εκατό εκατομμύρια λίρες! Πατέρας του ήταν ο Μπλούης Μαυρολέων και μητέρα του η μεξικανικής καταγωγής, Τζιοκόντα Ντε Γκαγιάρδο. Ήταν μία από τις συνολικά τέσσερις συζύγους του. Είχε έναν ακόμη αδελφό, μεγαλύτερο, τον Νίκι.
Αποδείχθηκε ανήσυχο πνεύμα, ενώ στα δεκαπέντε του χρόνια μια νεαρή που γνώρισε και ερωτεύτηκε στο Λούτον, τον μήυσε στο LSD. Παράλληλα, άρχισε και τις μικροκλοπές.
Σε ηλικία δεκαέξι ετών το έσκασε μαζί με την αγαπημένη του. Με οτοστόπ διέσχισε την Ευρώπη και έφτασε στην Ελλάδα.
Η κοπέλα τον εγκατέλειψε στο ταξίδι αφού προτίμησε να ακολουθήσει έναν οδηγό νταλίκας! Στην Ελλάδα ο Μαυρολέων βρήκε τη θεία του, Ελένη, στην Αθήνα. Εκείνη τον προέτρεψε να επιστρέψει στην Αγγλία αλλά αυτός «πέταξε» για την Τουρκία και μετέβη με καράβι στην Ινδία και έπειτα στη Βιρμανία.
Εκεί εργάστηκε σε εργοστάσιο κατασκευής χαλιών αν και στόχος του ήταν να ασχοληθεί με το λαθρεμπόριο ρουμπινιών. Ωστόσο, δεν τα κατάφερε. Έτσι, έπειτα από δύο χρόνια απουσίας και ενώ η οικογένειά του πίστευε πως ήταν νεκρός, γύρισε σπίτι!
Συνέχισε τις σπουδές του στο σχολείο και εισήχθη στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Επίσης εργάστηκε ως χρηματιστής στη Γουόλ Στριτ αλλά δεν έμελλε να μείνει για πολύ ακόμη μακριά από την περιπέτεια.
Στη Νέα Υόρκη γνώρισε Αφγανούς αυτονομιστές. Το 1985 αποφάσισε να πάει στο Αφγανιστάν, το οποίο βρισκόταν ήδη για έξι χρόνια σε πόλεμο έπειτα από εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης.
Εξισλαμίστηκε και εντάχθηκε στους αντάρτες μουτζαχεντίν.
Εκπαιδεύτηκε στη χρήση όπλων, έμαθε τη γλώσσα των Παστούν και ρίχτηκε στη μάχη. Πολέμησε σκληρά στο πλευρό των ανταρτών με το όνομα «Καριμουλά», σύμφωνα με ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας «Guardian».
Όμως, έκλεισε και αυτό το κεφάλαιο. Επανάκαμψε στη Βρετανία και ασχολήθηκε με τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Την περίοδο αυτή φέρεται να έμπλεξε με ναρκωτικά. Λίγο αργότερα «καθάρισε», αφού πρώτα πέρασε δύσκολες στιγμές και υπέφερε.
Έκανε κοσμική ζωή, είχε φλερτ, ενώ κάποια στιγμή συνόδεψε τη σπουδαία Μπάρμπαρα Στρέιζαντ σε τελετή απονομής βραβείων Όσκαρ.
Ωστόσο, σύντομα τα δεδομένα άλλαξαν και πάλι. Αποφάσισε να γίνει πολεμικός ανταποκριτής. Ως εκ τούτου, επέστρεψε στα πεδία της μάχης με τελείως διαφορετικό ρόλο αυτή τη φορά. Δεν επρόκειτο να πολεμήσει αλλά να καταγράψει γεγονότα.
Κάποιοι, πάντως, υποστηρίζουν ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι μιας και πιστεύουν ότι τον επιστράτευσε η CIA.
Η μυστική υπηρεσία των ΗΠΑ, κατά τους ίδιους, θεώρησε ότι της ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος αφού λόγω της συμμετοχής του στον πόλεμο του Αφγανιστάν, είχε δικτυωθεί με τους μουτζαχεντίν, έκανε πολλές γνωριμίες και άρα θα μπορούσε να αντλήσει πολύτιμες πληροφορίες. Βέβαια, οι δικοί του άνθρωποι διαψεύδουν τα παραπάνω τονίζοντας πως ουδέποτε συνεργάστηκε με τη CIA.
Το μόνο σίγουρο είναι πως το 1991 άρχισε την καινούργια του καριέρα στο αμερικανικό δίκτυο CBS. Ως δημοσιογράφος βρέθηκε σε πολλές χώρες με συρράξεις. Έγινε μάρτυρας σε αιματηρά και ανατριχιαστικά περιστατικά στη Σομαλία, στη Ρουάντα και στο Ιράν, βάζοντας για μια ακόμη φορά τη ζωή του σε κίνδυνο.
Δεν ήταν μόνο οι σφαίρες που σφύριζαν δίπλα του αλλά και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης που είχε να αντιμετωπίσει.
Σε ένα ταξίδι, μάλιστα, κόλλησε ελονοσία και χρειάστηκε νοσηλεία για δύο μήνες για να επανέλθει.
Αργότερα, σε αποστολή, στην Τζακάρτα γνώρισε την Ινδή Τανάζ Φαϊζναπούρ και έγιναν ζευγάρι.
Ήταν μαζί από το 1995. Το 1998 πέρασαν ανέμελες στιγμές με την οικογένειά του στην έπαυλή τους στο Πόρτο Χέλι.
Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, ο Μαυρολέων αναχώρησε με προορισμό το Πακιστάν προκειμένου να «κλείσει» συνέντευξη με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, λίγα χρόνια πριν από τα τρομοκρατικά χτυπήματα στις ΗΠΑ. Στις 23 του μήνα έφτασε στην πόλη Πεσαβάρ. Όμως, δύο ημέρες πιο μετά και ενώ επιχειρούσε να προσεγγίσει στρατόπεδο στην πλευρά του γειτονικού Αφγανιστάν, συνελήφθη από Πακιστανούς μυστικούς πράκτορες ως ύποπτος για κατασκοπεία. Τελικά, αφέθηκε ελεύθερος.
Ωστόσο, τέσσερις ημέρες αργότερα, βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διέμενε. Αιτία του θανάτου του, η υπερβολική δόση ναρκωτικών, όπως ανέφεραν οι τοπικές Αρχές και ο ιατροδικαστής. Κάποιοι, πάντως, άφησαν να εννοηθεί ότι έπεσε θύμα δολοφονικής ενέργειας…
Ο παραγωγός του CBS, Ντομινίκ Κάνινχαμ, ειδοποίησε τον Μπλούη Μαυρολέοντα και την οικογένειά του, η οποία φυσικά βυθίστηκε στο πένθος.
Έπειτα από τέσσερις μέρες, πραγματοποιήθηκε η κηδεία του στην Αθήνα, σε στενό κύκλο.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την Αλεξία, είναι μάλλον δεύτερη ξαδέλφη του Κάρλος.
Μεγάλωσε στο Λονδίνο αλλά πλέον κατοικεί στο Μανχάταν.
Έχει διακριθεί για τις πρωτότυπες γλυπτικές εγκαταστάσεις ή περφόρμανς της. Συχνά χρησιμοποιεί το σώμα της ως εκφραστικό μέσο για την αποτύπωση εμπειριών από τον προσωπικό ή και ευρύτερα κοινωνικό της κύκλο.
Δεν διστάζει και τολμά. Τα έργα της ενίοτε αξιοποιούν την προκλητικότητα του γυμνού και μέσα από αυτή σχολιάζουν σχέσεις εξουσίας και ελέγχου. Άλλες φορές πάλι στηρίζονται στην αιχμηρή ειρωνεία με την οποία στέκονται ευθέως απέναντι στην ιεραρχία, τα στερεότυπα και το κοινωνικό κατεστημένο.
Ανάμεσα στις στενές φίλες της συγκαταλέγεται η πριγκίπισσα Ολυμπία, κόρη του πρίγκιπα Παύλου και της Μαρί Σαντάλ.
Πάντως, είναι άγνωστο ποια είναι ακριβώς η συγγένειά της με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας καθώς τα ίχνη της τελευταίας χάνονται στο βάθος του χρόνου.