Σοκάρει η βιογραφία του Prince, την οποία υπογράφει ο παιδικός του φίλος και δημοσιογράφος, Νιλ Κάρλεν καθώς ανατρέπει πολλά από αυτά που θεωρούνταν δεδομένα για τον θρυλικό τραγουδιστή.
Ο Prince «αποκαλύπτεται» μέσα από το βιβλίο «Με ανοιχτό και κλειστό μικρόφωνο», το οποίο έχει προκαλέσει πάταγο στις ΗΠΑ και όχι μόνο. Ο Κάρλεν, επί σειρά ετών συνεργάτης του περιοδικού «Rolling Stone» και των «New York Times, ρίχνει φως στη μυστηριώδη ζωή του σταρ. Τον γνώριζε πολύ καλά, είχε πάρει αρκετές συνεντεύξεις και τον ακολουθούσε στις περιοδείες του. Είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους που ήξερε τα μυστικά του και πλέον τα μοιράζεται με το αναγνωστικό κοινό.
Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει πως στον Prince άρεσε να διαδίδει ψέματα για τον εαυτό του. Διηγούνταν, ακόμη και σε δημοσιογράφους, συγκλονιστικές ιστορίες που όμως ποτέ δεν συνέβησαν. Κατά τον Κάρλεν, διασκέδαζε παίζοντας με τα ΜΜΕ. Επίσης, απεχθανόταν την πραγματικότητα και θεωρούσε την αλήθεια… ανιαρή. Και την απέφευγε.
«Λέω τόσο καλά ψέματα που τα πιστεύω κι εγώ ο ίδιος, αλήθεια τα πιστεύω. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που έγινα τόσο καλός σ’ αυτό. Αφού μπορώ να κάνω τον ίδιο μου τον εαυτό να πιστέψει τα ψέματά του, τότε ξέρω ότι μπορούν να πιάσουν. Επίσης, ήξερα ότι θα έπιανε, αν το ψέμα ήταν τόσο μεγάλο, τόσο άρρωστο, ώστε κανένας δε θα σκεφτόταν ότι υπάρχει κάποιος που τολμάει να επινοεί τέτοιες μπαρούφες», είχε εξομολογηθεί στον Κάρλεν.
Ένα από τα ψέματά του ήταν όταν δήλωσε στο «Rolling Stone», το 1985, ότι όταν ήταν άφραγκος πήγαινε έξω από τα McDonald’s για να μυρίζει τα cheeseburgers!
«Πηγαίναμε σ’ εκείνο το McDonald’s που υπήρχε εκεί… Δεν είχα χρήματα οπότε απλώς καθόμουν απ’ έξω και μου έρχονταν οι μυρωδιές. Η φτώχεια προκαλεί θυμό στους ανθρώπους, βγάζει στην επιφάνεια τη χειρότερη πλευρά τους. Όταν ήμουν μικρός, ήμουν πολύ πικρόχολος. Ήμουν ανασφαλής και έκανα επίθεση σε όλους. Δεν μπορούσα να κρατήσω κορίτσι για πάνω από δύο εβδομάδες. Μαλώναμε για τα πάντα», είχε πει μεταξύ άλλων.
Ο Αντρέ Σιμόν, ο οποίος συνδέθηκε με τον Prince, αρχικά ως φίλος –από παιδί- και εν συνεχεία ως συνεργάτης, διέψευσε τα περί φτώχειας. Η δική του οικογένεια τού είχε προσφέρει στέγη όταν αποφάσισε να φύγει από το σπίτι του πατέρα του και δεν θέλησε να πάει σε εκείνο της μητέρας του.
Ο Σιμόν έβγαλε στη φόρα αρκετά από τα… άπλυτα του φίλου του.
«Βαρέθηκε να ζει στο σπίτι της, δεν ξέρω γιατί. Ήταν πολύ καλή. Εγώ τη συμπαθούσα, και τον πατριό του επίσης, έδινε στον Prince ότι ήθελε. Τον άφηνε να παίζει στο πιάνο του όση ώρα ήθελε, σε αντίθεση με τον κανονικό του πατέρα. Όλες αυτές τις κακίες που είπε για τον πατριό του τις έβγαλε από το κεφάλι του. Πάντα έριχνε το φταίξιμο στους λάθος ανθρώπους για τα πάντα. Ούτε άφραγκος ήταν. Ο πατέρας του τού έδινε χαρτζιλίκι δέκα δολάρια την εβδομάδα, και τον βοηθούσε και ο πατριός του», είπε χαρακτηριστικά.
Ο Prince παρίστανε για κάποιο διάστημα τον άστεγο. Αλλά ποτέ δεν ήταν. Η μητέρα του Σιμόν, Μπερναντέτ, μεγάλωνε πέντε παιδιά σε ένα μικρό σπίτι. Ωστόσο, τον πίστεψε και τον μάζεψε στο δικό της. Έμεινε για τέσσερα χρόνια στο υπόγειο και έγραφε μουσική με τον Σιμόν.
«Θα μπορούσε να μείνει οπουδήποτε. Μπορούσε να διαλέξει με ποια οικογένεια θα έμενε», ανέφερε η πρώην αρραβωνιαστικιά του, Σουζάνα Μελβόιν.
Ένα ακόμη ψέμα που φρόντισε να διαδώσει ήταν ότι η μητέρα του ήταν εθισμένη στο σεξ. Και μάλιστα, έλεγε πως αυτό επηρέασε πολύ άσχημα τον τραγουδιστή από νεαρή ηλικία. Ο συγκεκριμένος μύθος έγινε πιστευτός ακόμη και από βιογράφο του!
«Το 1984, ο Τζον Μπριμ κυκλοφόρησε μια ανεπίσημη βιογραφία του Prince και επανέλαβε εκείνες τις αηδίες για τα πρώτα χρόνια της καριέρας του μουσικού. Για το πώς έμαθε για τις αλήθειες της ζωής βλέποντας το σκληρό πορνογραφικό υλικό που η ασύδοτη μητέρα του άφηνε να υπάρχει ελεύθερα στο σπίτι, όταν εκείνος ήταν παιδί. Όταν συνάντησε τη μητέρα του Prince, την αξιοπρεπή κυρία Μάτι Σο, κοινωνική λειτουργό σε δημόσια σχολεία, ο Μπριμ καμαρώνοντας της έδωσε στο χέρι ένα αντίτυπο από το βιβλίο του στο οποίο έγραφε την ιστορία του οίκου του Μαρκήσιου ντε Σαντ όπου η ίδια μεγάλωνε τον Prince, στις Δίδυμες Πόλεις, τα Σόδομα και τα Γόμορρα», αποκαλύπτει ο Κάρλεν.
Πάντως, η παιδική ηλικία του Prince ήταν πολύ δύσκολη. Έβλεπε συχνά τον αλκοολικό πατέρα του να χτυπάει τη γυναίκα του, ενώ συχνά και ο ίδιος έτρωγε ξύλο και εισέπραττε απειλές.
Ο Κάρλεν εκτιμά ότι ο Prince ήταν δεικτικός, επιθετικός, προσβλητικός και πολύ κακός με τους άλλους, διότι έτσι εκτόνωνε τη βία που είχε υποστεί ο ίδιος. «Ο Τζον Νέλσον κακοποιούσε το γιο του, και εκείνος με τη σειρά του, διοχέτευσε αυτή τη κληρονομιά στο πιο κοντινό πλάσμα που είχε, τον Αντρέ».
Ο τραγουδιστής δεν δίστασε να «προδώσει» τον παιδικό του φίλο που του είχε προσφέρει στέγη όταν ήταν στην εφηβεία. «Ο Αντρέ και ο Prince γνωρίστηκαν στην ηλικία των επτά ή οκτώ χρόνων, όταν τραγουδούσαν μαζί στην τοπική εκκλησία των Αντβεντιστών της Έβδομης Μέρας. Σύντομα χωρίστηκαν για κάποια χρόνια, επειδή ζούσαν σε διαφορετικές γειτονιές αλλά ξαναβρέθηκαν στο Γυμνάσιο Λίνκολν της Μινεάπολης, σχεδόν έφηβοι πια. Αμέσως έγιναν αχώριστοι χάρη στο κοινό τους πάθος για τη μουσική και επειδή και οι δύο είχαν την ίδια στάση: δεν έδιναν δεκάρα για το τι νομίζει ο κόσμος για αυτούς. ‘Μέχρι την τρίτη λυκείου ήμασταν και οι δύο παρείσακτοι’, θυμάται τώρα ο Αντρέ. ‘Αυτό ήταν που μας έδενε’», αναφέρεται στο βιβλίο.
Και η συνέχεια: «Η ιστορία λέει πως ορκίστηκαν ο ένας στον άλλο ότι όποιος τα καταφέρει πρώτος θα έπαιρνε μαζί του τον άλλον για όσο κρατούσε η κούρσα. Επίσης κατά τη διάρκεια εκείνων των χρόνων που διαμορφώνονταν οι δυο τους, ο Prince, στην ουσία ξεσηκώνει και τα περισσότερα στοιχεία από το σκηνικό στυλ του Αντρέ του προκλητικού κακού παιδιού … Ο Αντρέ και ο Prince έπαιζαν στις ίδιες μπάντες ο Αντρέ κατά προτίμηση μπάσο».
Όμως, όταν ο Prince έγινε διάσημος τον παράτησε.
Δεν τον ανέφερε καν στο άλμπουμ «Cotrovesry», στο οποίο τον είχε βοηθήσει. Κατά τον Κάρεν, το έκανε από κακία. Όπως λέει αδιαφορούσε αν πληγώνει τους άλλους, όσο και αν του είχαν σταθεί στο παρελθόν.
Ήταν επιθετικός ακόμα και με διάσημους φίλους του. Στη βιογραφία αναφέρεται η ιστορία με τον Μπρους Σπρίνγκστιν, με τον οποίο γνωρίστηκαν σε συναυλία.
Η σχετική αναφορά στο βιβλίο: «Έγιναν φίλοι, αντάλλασσαν μάλιστα και σημειώματα. Όταν πέθανε ο Prince, ένα από τα αφιερώματα με τις πιο πολλές προβολές ήταν αυτό του Σπρίνγκστιν, που ξεκίνησε τη συναυλία του με το ‘Purple Rain’. Και πάλι όμως, ακόμα και με τον Σπρίνγκστιν, έναν πιθανό καλό φίλο, ο Prince τα σκάτωσε. Σύμφωνα με τη Γουέντι Μελβόιν, πρώην αρραβωνιαστικιά του Prince, που μίλησε στη ‘Star Tribune’ της Μινεάπολης: ’Δυστυχώς ο Prince πλήγωνε κάπως τους ανθρώπους, ειδικά αν ήταν μεγάλοι, γνωστοί καλλιτέχνες που έρχονταν να τον χαιρετήσουν. Αν τους ένιωθε λίγο αμήχανους, προσπαθούσε να τους ξεμπροστιάσει: Άρπαζε μια κιθάρα και έπαιζε ένα άγριο σολάρισμα έτσι, μπροστά στα μούτρα τους.
Ως έναν βαθμό ήταν κάτι σαν καταπρόσωπο, ανταγωνιστική επίθεση. Το χαιρόταν όμως αυτό, ήταν του τύπου: ‘Το ξέρω ότι είμαι σπουδαίος’.
Η Λίζα Κόλμαν, συμφώνησε, ειδικά σε ό,τι είχε να κάνει με τον Σπρίνγκστιν: ‘Με τον Μπρους’, δήλωσε στη ‘Star Tribune’, ‘θυμάμαι τον Prince να είναι διαβολάκι και να προσπαθεί να τον αποσυντονίσει. Μας έκανε διάφορα κρυφά νοήματα με τα χέρια του την ώρα που ο Μπρους προσπαθούσε να παίξει ένα σόλο στην κιθάρα. Εμείς κάναμε νοήματα στον Prince, έλα, όχι, μην το κάνεις αυτό, είναι πολύ κακό!’. Ο Prince το γλένταγε. Το είχε βάλει σκοπό να ταπώνει τους πάντες, με πολλούς τρόπους».
Το 1996 κατέρρευσε ψυχολογικά όταν έχασε τον μόλις λίγων ημερών γιο του.
Στα 38 του είχε παντρευτεί την 22χρονη χορεύτρια Μάιτε Γκαρσία μυστικά. Το μωρό του έφυγε από τη ζωή επτά ημέρες μετά τη γέννησή του. «Για το υπόλοιπο της ζωής του κατηγορούσε τον εαυτό του για τον θάνατο του γιου του και όχι κάποιο ατυχές συμβάν της γενετικής. Ο μετανιωμένος αμαρτωλός που ήταν μέρος του μόνιμου προσωπείου του ποτέ δε συγχώρεσε τον εαυτό του, ένιωθε ότι αυτή ήταν η τιμωρία του για το κακό που είχε κάνει», τονίζεται στο βιβλίο.
Κάποτε, ο σωματοφύλακάς του, Τσικ Χάντσμπερι τον εγκατέλειψε και πούλησε πληροφορίες στον Τύπο. Παρουσίαζε στο «National Enquirer» τον εαυτό του ως τον «μεγαλύτερο μπέιμπι σίτερ του κόσμου για το, προφανώς, μεγαλύτερο μωρό του κόσμου».
Αποκάλυψε πως ο Prince ήταν κοινωνιοπαθής, είχε εμμονή σε σημείο τρέλας με τη Μέριλιν Μονρόε. Κολλούσε αφίσες με φωτογραφίες της σε κάθε γωνιά του μοβ εκκεντρικού σπιτιού του (το μοβ ήταν το σήμα κατατεθέν του γιατί στη μοναρχία είναι χρώμα πριγκιπικό). Δεν τη λάτρευε απλώς, είχε ψύχωση μαζί της.
Ο Prince, πάντως, τον συγχώρησε και τα έβαλε με τα ΜΜΕ. «Νομίζω ότι πήραν όλα όσα είπε ο Τσικ και τα φούσκωσαν. Για να κάνουν καλύτερη την ιστορία. Αυτοί τη δουλειά τους κάνουν. Και καλά κάνουν. Το μόνο που με ενοχλεί είναι να μην θεωρούν οι θαυμαστές μου ότι ζω σε φυλακή. Δεν είναι φυλακή», είπε στον Κάρλεν ο Prince σε συνέντευξη για το «Rolling Stone».
Στο σπίτι αυτό, που όπως αποκαλύπτει ο Κάρλεν στο βιβλίο του ήταν σαν φρούριο, μια μοβ φυλακή, πέθανε ολομόναχος ο σταρ σε ηλικία 57 ετών, το 2016. Τον βρήκαν στο ασανσέρ νεκρό, δεκατρείς ώρες μετά. Εξέπνευσε από υπερβολική δόση φαρμακευτικής παυσίπονης ουσίας, στην οποία είχε εθιστεί.