Η Ρίκα Διαλυνά άνοιξε την καρδιά της σε πρόσφατη συνέντευξη και μίλησε για τα πρώτα της βήματα και για την διεθνή καριέρα της.
«Έφυγα από την Κρήτη, όπου ζούσα σε μια οικογένεια με πολύ αυστηρές αρχές. Και κάποια στιγμή είπα στη μαμά μου “εσείς με φτιάξατε για έναν κόσμο υπέροχο που δεν τον βρήκα”. Δεν τον βρήκα στην Ελλάδα, τον βρήκα στην Αμερική αυτόν τον κόσμο, όπου πήγα 17 ετών ως Σταρ Ελλάς για να διαγωνιστώ στα Καλλιστεία. Η ομορφιά ποτέ δεν με απασχόλησε. Είχα μια αδελφή που ήταν καλλονή και όταν ήμουν μικρό παιδί εμένα με έλεγαν “ασχημόπαπο”. Είχα πει τότε στη μητέρα μου “μη σας απασχολεί που είμαι άσχημη, εγώ θέλω να γίνω όμορφη μέσα μου. Στην ψυχή μου”. Κι έτσι μεγάλωσα, με το να θέλω να είμαι όμορφη στην ψυχή. Στα Καλλιστεία πήγα κρυφά από τους γονείς μου. Δεν το ήθελαν.
Σπούδαζα στη Σχολή Καλών Τεχνών, κάποιος έστειλε τη φωτογραφία μου και όλα έγιναν τυχαία.
Είχα τη φήμη της αριστερής και ίσχυε τότε την Αμερική ο νόμος Μακάρθι που δεν επέτρεπε αριστερούς, αλλά εμένα με δέχτηκαν. Έφτασε η υπόθεση στο Κογκρέσο, αλλά ο υπουργός Ντάλας επενέβη και πήγα. Και πήρα το βραβείο της 3ης πιο όμορφης γυναίκας στον κόσμο. Από μικρή το όνειρο μου ήταν να πάω στην Αμερική. Το όνομα μου ήταν Νίκη, αλλά επέμενα να με φωνάζουν “Αμέρικα” και η μαμά έκοψε και το έκανε Ρίκα. Ονειρευόμουν την Αμερική. Είχα δει ένα όνειρο στο οποίο κάποιος Αναστασιάδης, που δεν ήξερα καν αυτό όνομα, και μου είπε: “Μη φοβάσαι”. Και ο άνθρωπος που υπέγραψε το διαβατήριο μου λεγόταν Αναστασιάδης. Περίεργο ακούγεται, αλλά συνέβη. Η ζωή μου ήταν μια τύχη».
«Ο Φεντερίκο και η γυναίκα του, Τζουλιέτα Μασίνα, με θεωρούσαν παιδί τους (σσ: η Ρίκα έχει παίξει στην «Τζουλιέτα των Πνευμάτων», μία από τις πιο βιωματικές ταινίες του Ιταλού σκηνοθέτη Φελίνι). Έτρωγα σπίτι τους. Και όταν έφυγα πάλι για την Αμερική, μου είπε: “Γιατί, κορίτσι μου, έχω μια ταινία βασισμένη πάνω σου”, αλλά εγώ έφυγα. Ήθελα να επιστρέψω στην Αμερική. Το ήθελα πολύ. Και τα όνειρα που έκανα μου βγήκαν με μεγάλη ευκολία. Με τον Γουόρεν Μπίτι ήμασταν στο Φεστιβάλ της Βενετίας και πίναμε καφέ με την Κλαούντια Καρντινάλε. Δίπλα μας, δημοσιογράφοι, κάμερες, έπαιρναν συνέντευξη από τον Γουόρεν. Εκείνος, όταν με είδε, παρατάει ξαφνικά τη συνέντευξη κι αρχίζει να με αγκαλιάζει. Ένιωσα μια πίεση, σαν να ξεπερνούσε τα όρια. Με έπιασε το κρητικό μου και… απάντησα ανάλογα!
Μετά από χρόνια, συναντηθήκαμε στην Paramount και με θυμήθηκε. “Θέλω το τηλέφωνο σου”, μου είπε. “Its too late”, του απάντησα…
Με τον Μπράντο γνωρίστηκα όταν πρωτοπήγα στην Αμερική για τα Καλλιστεία. Τότε να πω ότι το εισιτήριο μου το είχε πληρώσει ο πατέρας μου, που μου έλεγε πάντα: “Προχώρα σε ό,τι σου δίνει η μοίρα”. Λοιπόν, μας είχαν πάει να παρακολουθήσουμε ένα γύρισμα και σε εκείνη την ταινία πρωταγωνιστούσε ο Μάρλον. Όλα τα κορίτσια πήγαν να τον πλησιάσουν. Εγώ δεν πήγα και ξαφνικά τον βλέπω να έρχεται αυτός σε μένα. Μου λέει: “Τι κάνεις το βράδυ;”. Τον ρωτάω γιατί. “Θέλω να βγούμε μαζί για φαγητό”. Του λέω: “Δεν μπορώ”. “Μα θα είναι μαζί μας κι ένα άλλο ζευγάρι, ο Λόρενς Ολίβιε και η Βίβιαν Λι”. Το άκουσαν οι δημοσιογράφοι κι έγινε τεράστιο θέμα. Πώς ένα κοριτσόπουλο είπε όχι στον Μάρλον Μπράντο! Με τεράστια γράμματα. Αυτό έχει μείνει στην Ιστορία». Είπε στο περιοδικό Gala.