Κρατώντας έναν κόκκινο φάκελο στο χέρι εμφανίστηκε το πρωί της Τρίτης η Ρούλα Πισπιρίγκου στο δικαστικό μέγαρο.
Μετά τη διακοπή λόγω εκλογών, η ακροαματική διαδικασία στην υπόθεση της Πάτρας συνεχίστηκε ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας με την κατάθεση της Γεωργίας Μάρκου, μίας ακόμη παιδιάτρου, η οποία περιέγραψε την κατηγορούμενη Ρούλα Πισπιρίγκου ψυχρή και αποστασιοποιημένη, όπως αναφέρει η εκπομπή «Live News» του MEGA.
«Ήταν κάπως ψυχρή και αποστασιοποιημένη. Ήταν κάτι που μας έκανε εντύπωση. Η συμπεριφορά της δεν ταίριαζε με το δράμα που ζούσε αυτή η οικογένεια».
Η παιδίατρος αποκάλυψε από το βήμα του μάρτυρα πως το ήταν κοινό μυστικό στους κόλπους των γιατρών το ενδεχόμενο η μητέρα της Τζωρτζίνας να πάσχει από σύνδρομο Μινχάουζεν δι’ αντιπροσώπου.
«Ήταν κάτι που οφείλαμε να σκεφτούμε. Δεν θέλαμε να πούμε κάτι τέτοιο για μια μητέρα που έχει χάσει τα παιδιά της, από την άλλη όμως είχαμε δύο παιδιά που είχαν φύγει από ανακοπή.
Και το τρίτο στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας πάλι από ανακοπή, χωρίς κάτι παθολογικό, πόσο τυχαίο μπορούσε να είναι αυτό; Γιατί η μητέρα ήταν παρούσα σε όλα αυτά;», τόνισε.
Αυτό το σκεπτικό, όπως είπε, οδήγησε τον Ανδρέα Ηλιάδη να επικοινωνήσει με την ιατροδικαστή Αγγελική Τσιόλα αλλά και να παραπέμψει την κατηγορούμενη σε ψυχίατρο.
«Η κυρία Τσιόλα συνέστησε στον Ανδρέα Ηλιάδη να περιμένει τον γονιδιακό έλεγχο. Μετά ο ίδιος επικοινώνησε με το ‘Χαμόγελο του παιδιού’ και μετά με ψυχιάτρους.
Η σκέψη ήταν να πάει η μητέρα σε κάποιον ψυχίατρο, χωρίς αυτός να είναι γνώστης των υποθέσεων. Πράγματι έγινε αυτό, πήγε η μητέρα. Μετά όμως δεν ήθελε να ξαναπάει γιατί δεν της άρεσε», τόνισε.
Η πρώτη επαφή της γιατρού με τη μικρή Τζωρτζίνα ήταν στις 12 Απριλίου, μια ημέρα μετά την εισαγωγή της στο Ρίο, με τους συναδέλφους της να την ενημερώνουν για το ιστορικό της 9χρονης.
«Δεν είχε αναφερθεί ότι η Τζωρτζίνα είχε κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας. Από το αναπνευστικό, το παιδί είχε καλή εικόνα, δεν ήταν κάτι παθολογικό. Δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα από το νευρικό σύστημα», επισήμανε.
Κανένας από τους γιατρούς δεν μπορούσε να εξηγήσει ιατρικά και επιστημονικά την ανακοπή της κατά τ’ άλλα υγιέστατης Τζωρτζίνας.
«Κόβοντας την καταστολή δεν είδαμε κάτι. Απλά παραμείναμε χωρίς την καταστολή. Σε αυτό το διάστημα έγινε και επικοινωνία του Ηλιάδη με έναν γενετιστή, παρουσία των γονέων, γιατί η μητέρα ήταν έγκυος. Ο γενετιστής έκρινε ότι πρέπει να γίνει διακοπή της κύησης …
Θυμάμαι ότι έκλαιγε όταν την άφηναν οι γονείς στο κρεβάτι από το καροτσάκι και αντιλαμβανόταν την αίσθηση ότι έφευγαν οι δικοί της. Τουλάχιστον από τις 4 Μάϊου».
Μετά την κατάθεσή της, τον λόγο πήρε ο συνήγορος της Ρούλας Πισπιρίγκου, Αλέξης Κούγιας, ο οποίος αρχικά στάθηκε πολύ στις σπουδές της παιδιάτρου και πόσες μεταμοσχεύσεις οργάνων παιδιών έχουν γίνει.
Στη συνέχεια μπήκε στην ουσία της υπόθεσης επιστρατεύοντας το επιχείρημα του περί ηθικής της ιατρικής.
Κούγιας: Για πείτε μου, διδάσκεται στην ιατρική η ηθική της ιατρικής; Διδάσκεται ότι ο γιατρός οφείλει να φροντίσει για το «Ευ ζειν»;
Μάρκου: Πώς θα κρίνουμε το ευ ζειν; Πρώτα σώζουμε τη ζωή.
Κούγιας: Ο Χασαπόπουλος γνώριζε ότι το κορίτσι θα υποστεί ανεπανόρθωτες εγκεφαλικές βλάβες επειδή εκείνος δεν διέκοψε την ανάνηψη;
Μάρκου: Εμείς ενδιαφερόμαστε για τη ζωή του ανθρώπου.
Κούγιας: Όλοι μαζί λέτε ότι ο πατέρας και η μητέρα ήταν απαθείς. Τι θα έπρεπε να κάνουν;
Μάρκου: Αυτό που αναμένεται είναι να κλαίνε, να πέφτουν πάνω στο παιδί. Αυτό είναι το σύνηθες… Εκείνοι δεν έπαιρναν αγκαλιά το παιδί τους.
Σε αυτό το σημείο η Πισπιρίγκου, εμφανώς εκνευρισμένη, διέκοψε την εξέταση δείχνοντας μια φωτογραφία με την μικρή Τζωρτζίνα και λέγοντας:
«Από τον Ιούλιο είναι αυτή η φωτογραφία. Δείτε, την έχω αγκαλιά».
Ο Κούγιας συνέχισε να δείχνει φωτογραφίες για να αποδείξει πόσο θερμή και στοργική μάνα ήταν η Πισπιρίγκου με τη μάρτυρα να μην προχωρά σε σχολιασμό.