Λίγες ημέρες πριν από τον Μάιο και φαίνεται ότι είναι η κατάλληλη εποχή για ταινίες που δεν στοχεύουν ιδιαίτερα στο ευρύ κοινό.
Από τις έξι πρεμιέρες, ξεχωρίζει εμφανώς το έξοχο δράμα από το Μπουτάν «Λουνάνα, Ένα Γιακ μέσα στην Τάξη», που ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας.
Η κριτική από το ΑΠΕ-ΜΠΕ:
Λουνάνα, Ένα Γιακ μέσα στην Τάξη
(Lunana: A Yak in the Classroom) Δραματική ταινία, παραγωγής 2020 Μπουτάν, σε σκηνοθεσία Πάου Τσόινινγκ Ντόρχι, με τους Σεράμπ Ντορχί, Ουγκιέν Νορμπού, Κουτζάν Βαγκντί κα.
Το Μπουτάν, για όσους δεν το γνωρίζουν, είναι μία πολύ μικρή φτωχή, ορεινή χώρα στη Νότια Ασία, που συνορεύει με Κίνα, Θιβέτ και Ινδία και έχει λιγότερο από ένα εκατομμύριο κατοίκους, που θεωρούνται από τους πιο ευτυχισμένους στον κόσμο. Το Μπουτάν, όμως, έχει και κινηματογράφο και μάλιστα έναν σκηνοθέτη, τον νεαρό Πάου Τσόινινγκ Ντόρχι, που στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, διεκδίκησε το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας το 2022 και κέρδισε δικαιολογημένα τον θαυμασμό για την απλότητά και το σκηνοθετικό ταλέντο, τα ουμανιστικά μηνύματα, τον στοχασμό που διαθέτει η ταινία του.
Το σενάριό του, απλό, αλλά όχι προσχηματικό, βαθιά ανθρώπινο, θέλει έναν νεαρό δάσκαλο, που ετοιμάζεται να φύγει στην Αυστραλία για να γίνει τραγουδιστής, να στέλνεται στο πιο απομακρυσμένο χωριό του Μπουτάν, πολύ κοντά στους παγετώνες. Ένα χωριό, που ζει σχεδόν πρωτόγονα, χωρίς την παραμικρή άνεση, απ’ αυτές που έχει μάθει από τον δυτικότροπη ζωή που έχει επιλέξει. Ο δάσκαλος, έχοντας αποφασίσει να φύγει αμέσως μετά την άφιξή του στο χωριό, θα παραμείνει, από την καλοσύνη και την πνευματική δύναμη των ντόπιων, την αθωότητα των παιδιών και θα επανεξετάσει τις πεποιθήσεις του, θα κοιτάξει βαθιά μέσα στην ψυχή του.
Υπέροχη ταινία, με ακόμη πιο αξιολάτρευτα πλάνα από ένα μαγικό μέρος, με άγρια και υποβλητικά τοπία. Ωστόσο, στο φιλμ κυριαρχούν οι άνθρωποι, που ζουν σε αρμονία με τη φύση και σε άμεση επαφή με τις ρίζες τους και ακόμη δεν έχουν μολυνθεί από τον καταναλωτισμό, τη δυτική κουλτούρα, την απληστία, τις μικρότητες και την αγριότητα ενός κόσμου που δείχνει να εξαντλεί τον χρόνο του.
Ο δάσκαλος μπορεί να διδάσκει γραφή, ανάγνωση, αριθμητική και πώς να πλένουν τα παιδιά τα δόντια τους – κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτά, αλλά θα μάθει πολύ περισσότερα από τους χωρικούς και τα παιδιά για το νόημα της ζωής, τη σημασία να γνωρίζεις τις ρίζες σου, την ιερότητα της φύσης και του τεράστιου αγαθού βοοειδούς γιακ.
Ένα φιλμ, που σε κερδίζει με την ανεπιτήδευτη ματιά του, την ψυχωμένη σκηνοθεσία του, στα χνάρια ενός σπουδαίου ασιατικού κινηματογράφου, με τεράστιο παρελθόν, εκκινώντας από τον Σατιατζίτ Ράι. Ένα σωστό ταρακούνημα αφύπνισης για τον λάθος δρόμο που έχουμε πάρει και την πολυτιμότητα αυτών που μπορεί να ενώσουν την ανθρωπότητα.
Καλές και φυσικές ερμηνείες, κυρίως από τους γλυκύτατους χωρικούς, αλλά το χαμόγελο και το δάκρυ των παιδιών όχι μόνο κλέβουν τη ματιά μας αλλά και την καρδιά μας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας νεαρός δάσκαλος στο σύγχρονο Μπουτάν, παραμελεί τα καθήκοντά του, αφού ετοιμάζεται να φύγει στην Αυστραλία για να γίνει τραγουδιστής. Οι προϊστάμενοί του, υπό μορφή τιμωρίας, τον στέλνουν να ολοκληρώσει την υπηρεσία του στο πιο απομακρυσμένο σχολείο του κόσμου, στο χωριό Λουνάνα. Μετά από οκτώ ημέρες εξαντλητικής πεζοπορίας για το χωριό, συνειδητοποιεί ότι πρέπει να αποχαιρετήσει τις δυτικότροπες ανέσεις του. Κι ενώ ετοιμάζεται να παραιτηθεί και να φύγει, οι δυσκολίες της καθημερινότητας των θαυμάσιων μαθητών του αρχίζουν να τον συγκινούν…
Ευλογία
(Βenediction) Βιογραφικό δράμα, βρετανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Τέρενς Ντέιβις, με τους Τζακ Λόουντεν, Πίτερ Καπάλντι, Σάιμον Ράσελ Μπέιλι, Ρίτσαρντ Γκούλντινγκ, Τζέρεμι Ιρβάιν, Τζέμα Τζόουνς κα.
Η φρίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από τα μάτια ενός από τους σημαντικότερους ποιητές της εποχής εκείνης, του Ζίγκφριντ Σασούν, μιας τραγικής φιγούρας, ενός καταπιεσμένου ανθρώπου, που δεν σταμάτησε ποτέ να βρίσκεται στα χαρακώματα με τον ίδιο του τον εαυτό, τους δαίμονες και τα ψυχικά του τραύματα.
Ο βετεράνος Βρετανός σκηνοθέτης Τέρενς Ντέιβις («Το Βαθύ Μπλε του Έρωτα», «Ήρεμο Πάθος»), που αρέσκεται στο να κάνει βιογραφίες καλλιτεχνών, μέσα από τη βιογραφία του Σασούν, θέλει να μιλήσει για πολλά, αν και όλα δείχνουν στην αρχή ότι θα επικεντρωθεί στη βαρβαρότητα του πολέμου. Στους Βρετανούς πολεμοκάπηλους, καυτηριάζοντας την ανηθικότητα του πολέμου, τη συντριβή μιας ολόκληρης γενιάς και φυσικά των ανθρώπων του πνεύματος που νικήθηκαν από την άρχουσα τάξη, τους στρατοκράτες, τα τεράστια συμφέροντα. Όμως, ο Ντέιβις δεν αρκείται στο πώς είδε ένας ποιητής τον πόλεμο, αλλά συνεχίζει για να χωρέσει τρεις ταινίες σε μία. Εκτός από ένα αντιπολεμικό δράμα, προχωρά σε ένα δράμα για την αριστοκρατία και κλείνει με ένα μακρύ ιδιότυπο ρομαντικό μελόδραμα.
Το σενάριο, που έγραψε ο ίδιος ο Ντέιβις, εστιάζει στη ζωή του Ζίγκφριντ Σασούν, ενός Βρετανού ποιητή που πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τραυματίστηκε, στάλθηκε σε ψυχιατρική κλινική, για την έντονη αντίδρασή του στους πολεμοκάπηλους συμπατριώτες του και τη βρετανική κυβέρνηση, αγκαλιάστηκε από τους κοσμικούς κύκλους, αλλά δεν ταίριαξε ποτέ μαζί τους, ενώ είχε και πολλές ερωτικές σχέσεις με άλλους άνδρες, μέχρι να συμβιβαστεί και να παντρευτεί, να ασπαστεί τον καθολικισμό και να αποκτήσει έναν γιο.
Ο σκηνοθέτης είναι φανερό ότι μπορεί με άνεση να κάνει ένα υπόκωφο δράμα, γύρω από το πορτρέτο του Σασούν, αποφεύγοντας την αγιογραφία και την ακαδημαϊκή προσέγγιση, για να αναδείξει ότι πίσω από τους πολέμους και την καταστροφή κρύβονται εκατομμύρια τραγωδίες, που αφήνουν αδιάφορους την άρχουσα τάξη και όλους αυτούς που τρέφονται από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, όμως, φαίνεται να πέφτει θύμα των δικών του εμμονών, της δικής του ερωτικής καταπίεσης, βάζοντας πάνω από τον ήρωά του, τα δικά του προσωπικά ψυχικά τραύματα, την αμφιβολία του για τον δρόμο που έχει επιλέξει. Στο μακρύ και πλέον αδιάφορο τρίτο μέρος της ταινίας του, ο Ντέιβις προσπαθεί να σπάσει τις κοινωνικές και όχι μόνο αγκυλώσεις με στερεότυπα, ενώ το φινάλε, με το σταθερό 5λεπτο πλάνο του Σασούν, ο οποίος εκφράζει την απόγνωση και την αγωνία του, μοιάζει περιττό για την ταινία, αλλά μάλλον χρήσιμο και λυτρωτικό για τον σκηνοθέτη.
Στα θετικά της ταινίας και οι ερμηνείες των περισσότερων ηθοποιών, αν και ορισμένοι, εν αντιθέσει με τη βρετανική σχολή, μάλλον υπερβάλουν, φτάνοντας ορισμένους χαρακτήρες στα όρια της καρικατούρας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η ταραγμένη ζωή του ποιητή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου Ζίγκφριντ Σασούν, που επέζησε από τη φρίκη του πολέμου και βραβεύτηκε για την ανδρεία του, αλλά άσκησε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση όταν έληξε η θητεία του.
Ο Μπο Φοβάται
(Beau Is Afraid) Κωμωδία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Άρι Άστερ, με τους Χοακίν Φίνιξ, Νέιθαν Λέιν, Έιμι Ράιαν, Πάτι, Λουπόν, Κάιλι Ρότζερς κα.
Μία τρομαχτική κωμωδία ή μία υπερβολικά αστεία ταινία τρόμου; Ή μήπως ο παρανοϊκός κόσμος που ζούμε μέσα από μία ακόμη πιο παρανοϊκή ταινία, που υπογράφει ο πολλά υποσχόμενος νεαρός Αμερικάνος σκηνοθέτης Άρι Άστερ, σε παραγωγή της ανεξάρτητης και αρκετά φιλόδοξης εταιρείας Α24 («Τα Πάντα Όλα», «Moonlight»).
Η πολυσυζητημένη ταινία του Άστερ είναι φανερό ότι αστράφτει και βροντά από ταλέντο, έχει επικό χαρακτήρα – και διάρκεια που φτάνει τις τρεις ώρες, έναν τεράστιο ηθοποιό, που τολμά να δοκιμάζει συνεχώς νέα πράγματα, τον Χοακίν Φίνιξ και βεβαίως ένα εμπνευσμένο σενάριο από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, που πολλές φορές δείχνει ανοικονόμητο, εξαντλώντας τις αισθήσεις και τα κύτταρα του εγκεφάλου.
Το φιλμ, που ξεκίνησε ως μικρού μήκους δέκα χρόνια πριν και εξελίχθηκε σε θεατρικό έργο γραμμένο από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, μοιάζει με την κινηματογράφηση ενός αγχωτικού ονείρου, που προκάλεσε μεγάλη ταραχή και ο δημιουργός το μετέφερε στον ήρωά του ως κρίση πανικού διαρκείας.
Ο Μπο ζει σε μια ανώνυμη πόλη που μαστίζεται από τη βία και το χάος. Όταν επιχειρεί να βγει έξω από την ετοιμόρροπη πολυκατοικία του πρέπει να διασχίσει τον δρόμο, αποφεύγοντας τα ανεξέλεγκτα οχήματα και τους επιθετικούς περαστικούς. Ο Μπο, μετά τον ξαφνικό θάνατο της καταπιεστικής μητέρας του, αντιμετωπίζει τους πιο σκοτεινούς φόβους του καθώς ξεκινά μια επική, σουρεαλιστική Οδύσσεια, για να επιστρέψει στο σπίτι του.
Η σχέση με τη μητέρα του, βασικό στοιχείο στην προσωπικότητα του Μπο, του προκαλεί τεράστιο άγχος, σωματικά δείχνει επιβαρυμένος, ενώ ως ιδανικό πρότυπο παθητικότητας δείχνει αδύναμος να κάνει και τα πιο απλά πράγματα. Είναι ένας δειλός καρτουνίστας – οι σκηνές συνδυασμού ιμπρεσιονιστικού animation και ζωντανής δράσης πράγματι εξαιρετικές – που συνεχώς μουρμουρίζει, φλυαρεί, παρατηρεί σαν χαμένος, ένας αντιήρωας που παρασύρεται σε έναν εφιάλτη.
Το στόρι, που μοιράζεται κάποιες από τις θεματικές των δυο πρώτων ταινιών τρόμου του Άρι Άστερ, «Η Διαδοχή» και «Μεσοκαλόκαιρο», μπορεί να ξεφεύγει προς την ξέφρενη κωμωδία, να κάνει μία ίσως μακάβρια πλάκα με τα όσα διαδραματίζονται, με τις δραματικές και αγωνιώδεις σκηνές του Φίνιξ, να είναι ξεκαρδιστικές, αλλά τελικά η ταινία στο βάθος της, παρότι πολλές φορές επιχειρεί να αποπροσανατολίσει τον θεατή, κρύβει μία υπαρξιακή αγωνία, παρωδεί το φροϋδικό άγχος και συνεχώς υπονομεύεται.
Μια ταινία, που θα διχάσει το κοινό γιατί εν τέλει υπονομεύεται και από τη μεγαλομανία του σκηνοθέτη και την άγνοια κινδύνου που κρύβει το νεαρόν της ηλικίας του, χωρίς αυτό να ακυρώνει σημαντικά το συνολικό αποτέλεσμα και το ενδιαφέρον της.
Όπως, εύκολα γίνεται αντιληπτό, η ταινία κρέμεται στους ώμους του Χοακίν Φίνιξ, που έχει και αυτός τα πάνω και τα κάτω του, καθώς ορισμένες φορές είναι εντυπωσιακός και άλλες δείχνει αμήχανος, προσπαθώντας να κατανοήσει και ο ίδιος αυτά που ζητά ο σκηνοθέτης.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Μπο είναι ένας αγχωτικός και μάλλον παρανοϊκός άντρας που ξεκινάει μια, πέρα από κάθε πραγματικότητα, οδύσσεια με σκοπό να φτάσει σε ένα σπίτι μετά τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας του, ενώ θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τους μεγαλύτερους φόβους του στην απίθανη αυτή διαδρομή του.
Στα Ίχνη του Δολοφόνου
(To Catch a Killer) Αστυνομικό θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Νταμιάν Σιφρόν, με τους Σεϊλίν Γούντλεϊ, Μπεν Μέντελσον, Γιοβάν Αντέπο, Nτάρσι Λόρι, Ραλφ Άινεσον, Μαρκ Καμάτσο, Ρόζμαρι Ντάνσμορ κα.
Δυνατό, στιβαρό αστυνομικό – ψυχολογικό – θρίλερ, με καλογραμμένο σενάριο και φορτωμένο με κοινωνικά μηνύματα, αλλά όχι μοδάτες μανιέρες και «καλλιτεχνικές» φιοριτούρες.
Ο ταλαντούχος Αργεντινός σκηνοθέτης Νταμιάν Σιφρόν («Ιστορίες για Αγρίους») στην πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, παραμένει πιστός στις καλύτερες εφαρμογές του είδους, στήνει ένα αγωνιώδες αστυνομικό φιλμ, με όλους τους κλασικούς κανόνες να υπηρετούνται υποδειγματικά και δίχως τις ανασφάλειες ενός ταλαντούχου σκηνοθέτη που ψάχνει την ευκαιρία να αποδείξει ότι του αξίζει κάτι περισσότερο, να κάνει το δικό του «θαύμα», υπονομεύοντας το καλό – αν και αρκούντως συμβατικό – στόρι του.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς στη Βαλτιμόρη, και μια αστυνομικός καλείται στη σκηνή ενός άγριου εγκλήματος για το οποίο ευθύνεται ένας παρανοϊκός δολοφόνος. Η αστυνομία και το FBI θα εξαπολύσουν ένα απεγνωσμένο ανθρωποκυνηγητό σε όλη την χώρα που θα ανατρέπεται συνεχώς εξαιτίας της απρόβλεπτης συμπεριφοράς του αινιγματικού δολοφόνου. Αν και αρκετά άπειρη, η νεαρά αστυνομικός, που έχει τα δικά της ψυχικά τραύματα να την ταλαιπωρούν, εμπλέκεται όλο και περισσότερο με την υπόθεση καθώς τόσο η ίδια όσο και ένας έμπειρος πράκτορας του FBI πιστεύουν ότι είναι η μόνη που μπορεί να τον εντοπίσει.
Γυρισμένο στο – κατά βάση – νυχτερινό Μόντρεαλ, το φιλμ διαθέτει γοητευτική ψυχρή ατμόσφαιρα, σκηνοθετική προσέγγιση που θυμίζει τη δεκαετία του ’90, αλλά και αρκετή αγωνία, με την ένταση να ανεβοκατεβαίνει τις περισσότερες φορές όπως πρέπει. Ωστόσο, πέρα από τη δράση και το μυστήριο γύρω από τον μαζικό δολοφόνο, ο Σιφρόν θα βρει την ευκαιρία να καυτηριάσει μία σειρά από θεσμούς και κοινωνικά προβλήματα της Αμερικής. Από το αστυνομικό και δικαστικό σύστημα μέχρι τα μέσα ενημέρωσης, το στρατιωτικό βιομηχανικό κατεστημένο, τον έλεγχο στην οπλοφορία, την περιορισμένη πρόσβαση στην περίθαλψη ψυχικής υγείας και τους πολιτικούς. Εκεί που χάνει κάπως η ταινία είναι στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, αν και το σασπένς είναι αυτό που κυριαρχεί και καλύπτει αδυναμίες ακόμη και κάποιες στιγμές φλυαρίας και διδακτισμού.
Ικανοποιητικές ερμηνείες από Σεϊλίν Γούντλεϊ, Μπεν Μέντελσον, Γιοβάν Αντέπο, καλοί δεύτεροι χαρακτήρες και ακόμη καλύτερη η ατμοσφαιρική μουσική του Κάρτερ Μπέργουελ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια αστυνομικός που παλεύει με τους δαίμονες του παρελθόντος, αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση ενός άγριου εγκλήματος και να οδηγήσει στη δικαιοσύνη τον δολοφόνο.
Μάλιστα Σεφ!
(La Brigade) Γαλλική κομεντί του 2022, κοινωνικής συνταγής και θετικών μηνυμάτων, στην οποία εντάσσεται το προσφυγικό ζήτημα, σκηνοθετημένη χαριτωμένα και εντελώς αναμενόμενα, από τον Λουί Ζιλιάν Πετί, με την Οντρέ Λαμί και τον Φρανσουά Κλουζέ. Μια ανερχόμενη βοηθός σεφ, που είναι έτοιμη για το μεγάλο βήμα της, να ανοίξει το δικό της εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας, θα ατυχήσει και αντί να βρεθεί στα σαλόνια, θα πρέπει να μπει στα αλώνια μιας προσφυγικής δομής για ανήλικους ως μαγείρισσα. Αυτή θα τους μάθει να μαγειρεύουν και τα παιδιά το νόημα της ζωής. Δηλαδή, περίπου στο πνεύμα της υπέροχης ταινίας από το Μπουτάν, αλλά στην κωμική και ολίγον επιδερμική όσο και συμβατική προσέγγισή του. Και επιπροσθέτως με κάποιες ανέφελες γαλλικές φιοριτούρες, φαρσικά ευρήματα και δυο ικανούς ηθοποιούς να προσπαθούν να βγάλουν γέλιο ή να αναδείξουν το δράμα της μετανάστευσης.
Κάτσε στα’ Αβγά σου
(Little Eggs) Μεταπασχαλινό animation με κοκκόρια και πουλάδες και χρυσά αυγά, από το Μεξικό και σε σκηνοθεσία των Γκαμπριέλ Ρίβα Παλάσιο Αλατρίστε, Ροντόλφο Ρίβα Παλάσιο Αλατρίστε. Ψηφιακό σίκουελ του «Κοκορόκι», με τους δυο φτερωτούς γονείς δυο αβγών που γίνονται χρυσά, να προσπαθούν να τα σώσουν από αδίστακτους συλλέκτες. Η ταινία, που απευθύνεται στο νηπιακό κοινό, προβάλλεται μόνο μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.