Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, με το πολυαναμενόμενο αυτοβιογραφικό του δράμα «The Fabelmans» και ο «Πινόκιο του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο» είναι οι μόνοι που ίσως θα μπορούσαν να αναμετρηθούν με το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Εκτός από τις δύο παραπάνω ταινίες, απόψε κάνουν πρεμιέρα στα σινεμά και το αντισυμβατικό ρομαντικό δράμα τρόμου «Bones and All» του Λούκα Γκουαντανίνο και το animation της Disney «Παράξενος Κόσμος». Επίσης, προβάλλεται «Το Λευκό Περιστέρι», με το οποίο έκανε ντεμπούτο το 1960 ο Φράντισεκ Βλάτσιλ.
Η παρουσίαση των ταινιών από το ΑΠΕ-ΜΠΕ
«The Fabelmans»
Δραματική ταινία, αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Στίβεν Σπίλμπεργκ, με τους Μισέλ Γουίλιαμς, Πολ Ντάνο, Σεθ Ρόγκεν, Γκάμπριελ ΛαΜπέλ, Τζίνι Μπερλίν, Τζούλια Μπάτερς, Ρόμπιν Μπάρτλετ, Κίλι Καρστέν, Τζουντ Χιρς κα.
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ένας από τους μεγαλύτερους «παραμυθάδες» του κινηματογράφου και σίγουρα ο πιο εμπορικός σκηνοθέτης, με τεράστιες και καλλιτεχνικές επιτυχίες, συμπληρώνοντας μισό αιώνα από την πρώτη του ταινία, αποφάσισε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τα χρόνια της εφηβείας του. Έτσι, 51 χρόνια μετά τη «Μονομαχία», ένα θρίλερ χαμηλού προϋπολογισμού, με πρωταγωνιστές τον Ντένις Γουίβερ και ένα τρομαχτικό… φορτηγό, όπου έδειξε εμφατικά το πηγαίο ταλέντο του, αποφάσισε να κάνει μια ταινία για την ερωτική του σχέση με τον κινηματογράφο από την παιδική του ηλικία.
Μία πολυαναμενόμενη ταινία, που είχε δημιουργήσει τεράστιες προσδοκίες στους φανατικούς θαυμαστές του και κυρίως σε όλους αυτούς που είχαν λατρέψει τα πρώτα χρόνια της καριέρας του, πριν αρχίσει να γίνεται καθεστώς, επιχειρηματίας και οσκαροθήρας. Ο δημιουργός αριστουργηματικών ταινιών όπως «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου», «Ε.Τ. Ο Εξωγήινος», «Τα Σαγόνια του Καρχαρία», των απίστευτων περιπετειών του Ιντιάνα Τζόουνς και αργότερα της οσκαρικής «Λίστας του Σίντλερ», σε συνεργασία με τον βραβευμένο με Πούλιτζερ Τόνι Κούσνερ, με τον οποίο είχε ξανασυνεργαστεί στα φιλμ «Μόναχο» και «Λίνκολν, συνυπογράφει το σενάριο της ταινίας, Μία ιστορία ενηλικίωσης, για τα οικογενειακά γεγονότα που σημάδεψαν την εφηβική του ηλικία και την προσωπικότητα, αλλά και να στείλει ένα μήνυμα αγάπης για το σινεμά.
Σε αυτή την 34η ταινία του, ο 75χρονος πια Σπίλμπεργκ, έχοντας ως εφόδια μία ενδιαφέρουσα ιστορία, για μια οικογένεια που βρίσκεται υπό διάλυση, καθώς η αλαφροΐσκιωτη και παθιασμένη καλλιτεχνική φύση, μητέρα του, έχει αποξενωθεί από τον πατέρα του, έναν πρωτοπόρο μηχανικό της πληροφορικής, ένα χαμηλών τόνων άνθρωπο, έναν πρωτοπόρο της πληροφορικής, άψογος για υπάλληλος, αλλά πλήρως αδιάφορος για μια γυναίκα. Για μια οικογένεια που προσπαθεί να ακροβατήσει μεταξύ της εβραϊκής ορθοδοξίας και του μοντέρνου, της επίπλαστης ευτυχίας και του ρήγματος που υπάρχει μεταξύ του ζεύγους – κάτι που ανακαλύπτει σε ένα φιλμάκι ο μικρός Σάμι (νεαρός Σπίλμπεργκ) που τράβηξε σε κάποια εκδρομή, μια κομβική στιγμή της ταινίας, αλλά και σημειολογικά για τη δύναμη του σινεμά να αναδεικνύει την αλήθεια, αλλά και να την αποκρύπτει ή να τη διαστρεβλώνει. Μια οικογένεια που μετακινείται λόγω της εργασίας του πατέρα, κάτι που δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα, καθώς το οικογενειακό δέντρο δεν μπορεί να αποκτήσει ρίζες, ενώ πάντα καραδοκούν και τα ερωτικά ζιζάνια που πολιορκούν τη μητέρα του, που υπεραγαπά ο μικρός Σάμι.
Επίσης, η ταινία ως ένα βαθμό είναι και ένας φόρος τιμής στον δάσκαλο Τζον Φορντ. Η πρώτη ταινία που βλέπει και μαγεύεται ο μικρός Σάμι είναι το αριστουργηματικό γουέστερν του Φορντ «Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς», ενώ το φιλμ τελειώνει με την υποβλητική παρουσία του μεγάλου σκηνοθέτη, να δίνει συμβουλές στον νεαρό πλέον Σπίλμπεργκ – ένα από τα πιο εμβληματικά σημεία της ταινίας, που θα ενθουσιάσει τους σινεφίλ.
Ωστόσο, ο Σπίλμπεργκ, παρότι κάνει μία αρκετά καλή ταινία και το πιθανότερο θα ξαναχτυπήσει την πόρτα των Όσκαρ, εμφανίζει αδυναμίες και δείχνει μάλλον κατώτερος των προσδοκιών που είχε δημιουργήσει. Η ταινία του διαθέτει ορισμένες εκπληκτικές σκηνές ανθολογίου, που αποδεικνύουν για μια ακόμη φορά το σκηνοθετικό του χάρισμα, έχοντας ως συμπαραστάτες τον διευθυντή φωτογραφίας Γιάνους Καμίνσκι και στο μοντάζ την Σάρα Μπρόσαρ και τον Μάικλ Μαν και βεβαίως τον Τζον Γουίλιαμς στη μουσική. Θα μεταφέρει ως ένα σημείο την αλλαγή των εποχών, με τον ερχομό των νέων τεχνολογιών, την ευμάρεια, σε όποιον πιστεύει και παλεύει για το «αμερικάνικο όνειρο», την ψυχανάλυση, μια μόδα που θα κυριαρχήσει στις ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες, αλλά και διαδεδομένη θρησκευτική υποκρισία και τον ρατσισμό που διαπερνούσε την αμερικάνικη κοινωνία (λόγω της εβραΐκής καταγωγής ο Σάμι θα φάει αρκετό ξύλο στο κολέγιο). Δεν θα τα καταφέρει, όμως, το ίδιο σε άλλους ιδιαίτερα σημαντικούς τομείς της ταινίας του και κυρίως πηγαίνοντας κόντρα στις αρχές του Τζον Φορντ και των άλλων μεγάλων του κινηματογράφου. Πρωτίστως, φλυαρεί αδικαιολόγητα, αυξάνοντας τη διάρκεια της ταινίας του σε δυόμιση ώρες, καθώς το φιλμ θα ήταν πιο επιβλητικό και αποτελεσματικό αν είχε περιοριστεί κατά πολύ. Επιπλέον, η φλυαρία του αποδυναμώνει τη συγκίνηση, στην οποία στοχεύει θεμιτά ο Σπίλμπεργκ, αλλά πραγματικά οι συγκινητικές στιγμές είναι λίγες, όπως και οι ανάσες ενός χιούμορ, που δεν λειτουργεί πάντα και μάλλον καλύπτει το μέσο αμερικάνικο κοινό και μόνο. Σε αυτά αν προστεθεί και η απουσία κάθε αναφοράς στην εποχή, στην Αμερική του «Ψυχρού Πολέμου», μιας χώρας που ζούσε μέσα σε τεράστιες αντιθέσεις και τότε, στην εξαφάνιση κάθε κοινωνικού προβληματισμού, εύκολα συνειδητοποιείς ότι ο Σπίλμπεργκ μιλά για τη δημιουργική και ανήσυχη εποχή της ζωής του, μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που έχει αλλάξει πολύ από τη νεανική του ηλικία, έχει μεταβληθεί σε έναν άνθρωπο ιδιαίτερης ισχύος, με πολλά χρήματα και την καρδιά του να έχει περιοριστεί από το επιχειρηματικό μυαλό του. Έτσι, παραδόξως η Αχίλλειος Πτέρνα του Σπίλμπεργκ αποδεικνύεται το πιο δυνατό χαρακτηριστικό του Σπίλμπεργκ, που δεν είναι άλλο η αφηγηματική του ικανότητα.
Παρά ταύτα, ας μην μεμψιμοιρούμε, είναι μία ταινία που έχει την αξία της, ένα ενδιαφέρον αν και άνισο στόρι, έχει πλάνα και σκηνές σπάνιας ομορφιάς και θα χαρίσει ένα ευχάριστο βράδυ, ειδικά σε όσους αφήσουν έξω από την κινηματογραφική αίθουσα τις απαιτήσεις και τα στάνταρ για έναν Σπίλμπεργκ, τον οποίο θα περιμένουμε κάποια στιγμή, μέχρι να εγκαταλείψει τα πλατό, να μας ξαναθυμίσει εκείνο τον σκηνοθέτη, των πρώτων χρόνων της καριέρας του, όταν άλλαζε, τη δεκαετία του ’70, μαζί με τον Κόπολα, τον Σκορσέζε, τον Ντε Πάλμα και τα άλλα παιδιά, την πορεία του αμερικάνικου σινεμά.
Η ερμηνεία της Μισέλ Γουίλιαμς (των τεσσάρων υποψηφιοτήτων για το Όσκαρ), στο ρόλο της μητέρας είναι σαγηνευτική και μάλλον θα βρεθεί και πάλι ανάμεσα στις υποψήφιες για Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, ενώ ο Γκάμπριελ ΛαΜπέλ, στο ρόλο του νεαρού Σάμι και του Πολ Ντάνο, που υποδύεται τον πατέρα, είναι απλώς επαρκείς. Ξεχωρίζουν εμφανώς σε δεύτερους ρόλους τόσο η Τζίνι Μπερλίν (η πικρόχολη Εβραία γιαγιά) όσο και ο Τζουντ Χιρς, στο ρόλο του θηριοδαμαστή θείου.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μεγαλώνοντας στην Αριζόνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο μικρός Σάμι Φέιμπελμαν ανακαλύπτει ένα συνταρακτικό οικογενειακό μυστικό και διαπιστώνει τον τρόπο που η δύναμη του σινεμά τον βοηθά να διαχειριστεί την αλήθεια.
«Πινόκιο του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο»
(«Guillermo del Toro’s Pinocchio») Ταινία φαντασίας κινουμένων σχεδίων, αμερικάνικης και μεξικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Γκιγιέρμο ντελ Τόρο και Μαρκ Γκούσταφσον.
Το κλασικό παραμύθι του Γκολντόνι έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στη μεγάλη οθόνη, έπειτα από την κλασική ταινία κινουμένων σχεδίων του Ντίσνεΐ, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις προσπάθησαν να αναμετρηθούν με τη δημιουργία του φημισμένου παραγωγού και σκηνοθέτη.
Εδώ, ο βραβευμένος με Όσκαρ για τη «Μορφή του Νερού» Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, σε συνεργασία με τον Μαρκ Γκούσταφσον, αποφεύγει τα καλούπια και το πνεύμα του πρωτομάστορα Ντίσνεΐ, καθώς ουσιαστικά κάνει μια ελεύθερη διασκευή του κλασικού έργου. Απευθύνεται κυρίως στο ενήλικο κοινό και μιλά για τη ζωή και τον θάνατο, τη μελαγχολία και το θαύμα, τη δύναμη της αγάπης, ακόμη και για την απειλή του φασισμού, καθώς η ιστορία διαδραματίζεται κατά την περίοδο του Μουσολίνι. Και όλα αυτά πάντα με μια παιχνιδιάρικη διάθεση.
Η φαντασία του ντελ Τόρο καλπάζει, το κείμενο του Γκολντόνι του δίνει περιθώρια δημιουργίας και εύστοχων κοινωνικών παρατηρήσεων, ενώ κάθε χαρακτήρας είναι μελετημένος, έχει το δικό του ενδιαφέρον. Ο Μεξικανός σκηνοθέτης έχει επιλέξει να φιλμάρει σε σκοτεινούς τόνους, ενώ ταυτόχρονα διακατέχεται από μία αθεράπευτη αισιοδοξία και σε αυτό τον βοηθούν αποτελεσματικά η μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά και τα ευχάριστα τραγούδια. Στην αποτελεσματικότητα της ταινίας συμβάλουν τα μέγιστα τα εκπληκτικά γραφικά, τα εμπνευσμένα πρωτότυπα σκίτσα, ενώ οι μαριονέτες αποκτούν ψυχή και μεταδίδουν κύματα συναισθημάτων.
Την ταινία, θα λατρέψουν και οι μικροί μας φίλοι και ας μην «πιάνουν» πάντα τα βαθύτερα νοήματα, ενώ σίγουρα είναι μια ξεχωριστή παραγωγή πολύ μακριά από τα χαζοχαρούμενα animation που κατακλύζουν τις οθόνες και ίσως ένα μοντέλο που θα μπορούσε να μας κάνει να ξεχάσουμε και τον Ντίσνεϊ. Στα συν της ταινίας και οι φωνές που έχουν δανείσει στους ήρωες οι καταξιωμένοι ηθοποιοί Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Ντέιβιντ Μπράντλεϊ, Τζον Τουρτούρο, Ρον Πέρλμαν και Κέιτ Μπλάνσετ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η ιστορία μιας ξύλινης μαριονέτας που ζωντανεύει και γίνεται ένα αληθινό αγόρι στην φασιστική Ιταλία του 1930.
«Bones and All»
Ταινία τρόμου, αμερικάνικης και ιταλικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Λούκα Γκουαντανίνο, με τους Τίμοθι Σαλαμέ, Τέιλορ Ράσελ, Μαρκ Ράιλανς, Τζέσικα Χάρπερ, Αντρέ Χόλαντ, Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, Φρανσέσκα Σκορσέζε, Μάικλ Στούλμπαργκ κα.
Αντισυμβατική ταινία ρομαντικού τρόμου, που συνδέει τον νεανικό έρωτα ενός ζευγαριού με το δράμα και μια ιστορία ενηλικίωσης. Ο Λούκα Γκουαντανίνο («Να με Φωνάζεις με το Όνομά σου», «Suspiria») βασίζεται και πάλι σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, αυτό της Καμίλ ντε Άντζελις, που αφορά μια ιστορία βίαιης ενηλικίωσης, στη δύσκολη περίοδο της κοινωνικοποίησης, την αναζήτηση των νέων να βρουν την ταυτότητά τους, αλλά και στη διαφορετικότητα.
Η 18χρονη Μάρεν και ο λίγο μεγαλύτερός της Λι είναι περιπλανώμενοι κανίβαλοι κι έχουν αντιληφθεί και αποκρύψει τη θανατηφόρα συνήθειά τους από την παιδική τους ηλικία, έχουν ζήσει μέσα στην οργή και στην απόρριψη από τις οικογένειές τους.
Ο κανιβαλισμός, αλληγορικά, πλέον μεταδίδεται ως συνηθισμένη ίωση στις δυτικές, κυρίως, κοινωνίες. Μία έξοχη ιδέα από τον Γκουανταντίνο, καθώς την τοποθετεί στην εμβληματική εποχή του ’80, που σημάδεψε ο Ρίγκαν και ο ριγκανισμός, αλλά μένει σχεδόν ανεκμετάλλευτη, περιορίζοντάς την στις δικές του εμμονές, ενώ ταυτόχρονα η ταινία υποφέρει από νηπιακές κινηματογραφικές ασθένειες. Την αδικαιολόγητη πάρλα των ηρώων, με ξύλινους διαλόγους μεταξύ του ζεύγους, που ποτέ δεν αποκτά την πρέπουσα χημεία, τους αργούς ρυθμούς, το υπερβολικό ορισμένες φορές σπλάτερ.
Η ταινία του καταλήγει ως ένα μακρύ, ορισμένες φορές γοητευτικό, ρομαντικό οδικό ταξίδι για εφήβους, που διακόπτεται από αλλοπρόσαλλες σκηνές φρίκης και υποβαθμίζοντας τα ενδιαφέροντα πράγματι αλληγορικά μηνύματα, για τα οποία προφανώς έφτιαξε και την ταινία ο Ιταλός σκηνοθέτης.
Ο Σαλαμέ, μπορεί να είναι χαρισματικός και να μαγνητίζει την κάμερα, αλλά δείχνει μάλλον ανέτοιμος να ρίξει τη βαριά σκιά του στην ταινία, τα χαρακτηριστικά που απαιτεί ο ρόλος και το μόνο που μένει είναι η εφηβική του ομορφιά. Ανεμική η ερμηνεία της συμπαθούς Τέιλορ Ράσελ, ενώ ότι πιο τρομαχτικό διαθέτει η ταινία είναι η υποβλητική εμφάνιση του έμπειρου Μαρκ Ράιλανς.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… H Μάρεν, μία νεαρή γυναίκα που μαθαίνει πώς να επιβιώνει στο περιθώριο της κοινωνίας, και o Λι, ένας ακραίος και στερημένος τυχοδιώκτης συναντιούνται και ενώνονται σε μια οδύσσεια χιλιομέτρων που τους οδηγεί στις περιφερειακές διαδρομές, στα κρυφά περάσματα και στις παγίδες της Αμερικής του Ρόναλντ Ρίγκαν. Όμως, παρά το γεγονός ότι καταβάλλουν τις καλύτερες προσπάθειές τους, όλοι οι δρόμοι οδηγούν πίσω στο τρομακτικό παρελθόν τους και σε μια τελική στάση που θα καθορίσει αν η αγάπη τους μπορεί να επιβιώσει από την διαφορετικότητά τους.
«Παράξενος Κόσμος»
(«Strange World») Φροντισμένη, αλλά και συμβατική, δίχως ιδιαίτερη έμπνευση, παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, με την υπογραφή της Disney και του σκηνοθέτη Ντον Χολ των πετυχημένων animation «Η Ράια και ο Τελευταίος Δράκος», «Βαΐάνα» κλπ. Μια μεγάλη περιπέτεια εξερεύνησης που έχει μια παλαιομοδίτικη γοητεία, τα γνώριμα οικολογικά μηνύματα και το μοτίβο της συμβίωσης, αλλά χωρίς να διαθέτει κάτι ξεχωριστό και απλώς να αρκείται στα έντονα προσεγμένα χρώματα και ορισμένες καλές σκηνές. Τρεις γενιές της θρυλικής οικογένειας εξερευνητών Κλέιντ, θα βρεθούν σε αχαρτογράφητη και επικίνδυνη περιοχή, όπου παραμονεύουν μυθικά πλάσματα. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, με τις φωνές των Βαγγέλη Στρατηγάκου, Γιάννη Στεφόπουλου, Κωνσταντίνου Κλαυδιανού, Τζωρτζίνας Καραχάλιου, Στεφανίας Γουλιώτη, Άγγελου Λιάγκου, Ανδρέα Ευαγγελάτου, Ίριδας Πανταζάρα κα.
Το Λευκό Περιστέρι
(«The White Dove») Το σκηνοθετικό ντεμπούτο (1960) του ιδιοφυούς Φράντισεκ Βλάτσιλ, που όρισε το ύφος του δημιουργού και επηρέασε μια γενιά σκηνοθετών του Τσέχικου κινηματογράφου και άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ο Βλάτσιλ («Μαρκέτα Λαζάροβα», «Η Κοιλάδα των Μελισσών», «Αδελαΐδα») δίνει το σκηνοθετικό του στίγμα, με μία ασπρόμαυρη ποιητική αλληγορική ταινία για την αναζήτηση της ελευθερίας και την ενδοσκόπηση των ηρώων του, έχοντας ως στόρι ένα ταχυδρομικό περιστέρι που χάνεται στο ταξίδι του για τη Γερμανία, όταν ένα αγόρι με αναπηρία από την Πράγα το πυροβολεί για εξάσκηση στον στόχο. Παίζουν οι Κάρελ Σμίτσεκ, Κατερίνα Ιρμανόβοβα, Βιάτσελαβ Ιρμάνοφ.