Ενδιαφέρουσα συνέντευξη παραχώρησε ο Σπύρος Παπαδόπουλος, ο οποίος αναφέρθηκε σε μία σειρά από θέματα.
Υπάρχει μια λεπτομέρεια που σε κάποιους δικαίως θα φανεί ασήμαντη ή επουσιώδης, αλλά είναι σχεδόν συνταρακτική για εκείνον που απομαγνητοφωνεί -δηλαδή ξαναζεί- μια συνέντευξη του Σπύρου Παπαδόπουλου.
Ο λόγος του, μολονότι προφορικός, εκφέρεται με τέλειο συντακτικό, πράγμα που εύλογα οδηγεί στην ερμηνεία πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που όχι μόνο ξέρει τι λέει, αλλά και γιατί το λέει. Υπάρχει και μια ακόμα λεπτομέρεια.
Ενώ θα περίμενες πως ο αγαπητός ηθοποιός θα είναι τόσο οικείος, έξω καρδιά και επικοινωνιακός όσο έχει αποκρυσταλλωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο μέσα από τους ρόλους αλλά και την εμβληματική εκπομπή του, το «Στην Υγειά Μας», η αλήθεια είναι πως πρόκειται μάλλον για έναν εσωστρεφή, μετρημένο στα λόγια του, ακροθιγώς ντροπαλό άνθρωπο.
Στην πραγματικότητα βέβαια αυτό είναι κάτι που κάποιος θα έπρεπε να συνάγει από το γεγονός ότι ο Σπύρος Παπαδόπουλος, παρότι ακραία δημοφιλής -σκεφτείτε ποιος επιλέχτηκε για να μας τα κάνει λιανά στη διαφημιστική καμπάνια της πρώτης σεζόν του κορωνοϊού-, δεν μιλά συχνά, δεν δίνει συνεντεύξεις, δεν ακκίζεται, δεν περιφέρει τον εαυτό του δεξιά κι αριστερά.
Από αυτή τη διαπίστωση ξεκινά η συζήτησή μας που γίνεται με αφορμή τον δεύτερο κύκλο παραστάσεων του «Sexy Laundry» που ο ίδιος ξεκινά μαζί με τη Ρένια Λουιζίδου στο θέατρο Κάππα στις 7 Δεκεμβρίου.
GALA: Δεν δίνετε πολλές συνεντεύξεις. Δεν βγαίνετε στα Μέσα.
ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Γεγονός.
G.: Γιατί αυτό;
Σ.Π.: Το κάνω μόνο όταν είναι τελείως απαραίτητο ή όταν νιώσω ότι έχω κάτι να πω. Δεν είμαι πολύ επικοινωνιακός.
G.: Παρ’ όλα αυτά στο μυαλό μας είστε ένας πολύ οικείος μας άνθρωπος. Αλλά κρατάτε απόσταση καταλαβαίνω.
Σ.Π.: Δεν μου αρέσει να ξοδεύομαι. Δεν έχω για να ξοδέψω. Σιωπάν χρη, λένε. Δεν μου αρέσει να μιλάω γενικά κι αόριστα.
G.: Σπάνιο για έναν άνθρωπο που είναι μέσα στα φώτα. Έχουμε συνηθίσει αρκετά πιο επικοινωνιακούς ή καμιά φορά ακόμα και φλύαρους τους ηθοποιούς.
Σ.Π.: Δεν είμαι από αυτούς.
G.: Παίζετε και σκηνοθετείτε για δεύτερη χρονιά το «Sexy Laundry».
Σ.Π.: Το «Sexy Laundry» μπορεί να πάει όσες χρονιές θέλει κανείς. Γιατί αφορά όλο τον κόσμο από 18 ετών και πάνω στον πλανήτη. Ασχέτως φύλου, ηλικίας, γλώσσας, εθνικότητας. Οποιοσδήποτε άνθρωπος μπαίνει σε μία σχέση και μετά από λίγο βλέπει τι παθαίνει μόνο και μόνο επειδή η συνήθεια κάνει τα δικά της, βρίσκει τον εαυτό του σε αυτό το έργο. Χτυπάει το κεντρικό νεύρο των σχέσεων. Εχει συγκίνηση κι έχει και πολύ γέλιο, όχι επειδή η συγγραφέας γράφει ωραία αστεία, αλλά γιατί βλέπεις τον εαυτό σου. Και λες «ωχ».
G.: Θυμίζει δηλαδή οικεία κακά.
Σ.Π.: Ακριβώς. Από την άλλη, σε πιάνει νευρικό γέλιο.
G: Επιλέξατε εσείς το συγκεκριμένο έργο;
Σ.Π.: Να πω την αλήθεια μου το έφερε η Νικολέτα Κοτσαηλίδου, η οποία το μετέφρασε κιόλας. Όσο το διάβαζα τόσο έβρισκα αρετές μέσα του. Μου έκανε εντύπωση πώς μια γυναίκα έχει διαβάσει τόσο καλά τον άνδρα. Είναι ένα έργο για το διαφορετικό λογισμικό των δύο φύλων που προσπαθούν να συνυπάρχουν. Γράφω στο πρόγραμμα ότι αυτοί οι δύο ήρωες είναι αξιολάτρευτοι και ταυτόχρονα αξιοθρήνητοι, προσπαθώντας να βρουν τι τους συνέβη και μετά από 25 χρόνια, ενώ γύρω τους όλα αντικειμενικά είναι καλά, οι ίδιοι νιώθουν κάπως κουρασμένοι, ότι όλα έχουν ατονήσει.
G.: Είμαστε καταδικασμένοι να βαριόμαστε ο ένας τον άλλον;
Σ.Π.: Αυτό πιστεύω. Ο χρόνος κάνει αυτό που είναι να κάνει. Από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι που επειδή αντιλαμβάνονται αλλιώς, επειδή η ψυχή τους είναι αλλιώς, επειδή το μυαλό τους είναι αλλιώς, η συνήθεια τους κρατάει και τους τρέφει. Γιατί βάζουν πάνω απ’ όλα την ασφάλεια. Οι γυναίκες συνήθως δεν βάζουν πάνω απ’ όλα την ασφάλεια, θέλουν να ζήσουν, ψάχνουν λίγο παραπέρα από τους άνδρες κι έρχεται η στιγμή που σου λένε ότι θέλουν να αφορούν. Κι εκεί αρχίζουν τα πρωτοβρόχια.
G.: Πιο αποφασιστικές οι γυναίκες;
Σ.Π.: Ναι, πιο αποφασιστικές και καλώς πιο απαιτητικές. Του άντρα συνήθως του φτάνει το «έλα, μια χαρά είμαστε». Η γυναίκα θέλει παραπάνω. Και καλώς το θέλει. Ο άντρας συμβιβάζεται με τη ρόδα που λέγεται χρόνος.
G.: Με τη Ρένια Λουιζίδου πώς είναι η συνεργασία σας;
Σ.Π.: Είμαστε ακόμα τα παιδιά των «Απαράδεκτων». Από τότε όσοι μπλεχτήκαμε σε αυτή την υπέροχη ιστορία είμαστε σαν συγγενείς. Είναι τέλεια η συνεργασία. Και στη σκηνή και εκτός αυτής.
G.: Σίγουρα ξυπνά αγαπημένες αναφορές σε όλους η συνύπαρξή σας.
Σ.Π.: Επειδή έχουμε να βρεθούμε χρόνια, μας αρέσει πολύ. Γιατί βλέπουμε ότι υποκριτικά έχουμε ωριμάσει πολύ. Κι εγώ βλέπω καινούρια πράγματα στη Ρένια και το ίδιο αυτή σε μένα. Βλέπουμε τον ίδιο άνθρωπο, αλλά πολύ πιο προχωρημένο ηθοποιό.
G.: Συζητάτε καθόλου τα παλιά;
Σ.Π.: Ε, φυσικά. Θέλοντας και μη λέμε διάφορες βλακείες που κάναμε τότε. Γελάμε.
G.: Γενικά είστε άνθρωπος που νοσταλγεί;
Σ.Π.: Είμαι παρελθοντολάγνος. Μ’ αρέσει να κοιτάζω πίσω. Μπροστά δεν πολυκοιτάζω.
G.: Φοβάστε;
Σ.Π.: Δεν ασχολήθηκα ποτέ με αυτή τη διάσταση του χρόνου που λέγεται μέλλον. Κοιτάζω το παρόν. Δεν κάνω σχέδια, δεν ονειρεύομαι. Δεν ξέρω, μπορεί επειδή μεγαλώσαμε κάπως περίεργα εκεί που μεγαλώσαμε στην Παλιά Κοκκινιά. Τότε το ζητούμενο για εμάς ήταν να βγάλουμε τη μέρα.
G.: Την επιστροφή στα σίριαλ έπειτα από 20 χρόνια πώς την αποφασίσατε;
Σ.Π.: Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα κάτι υπόψη μου. Μου τηλεφώνησαν, διάβασα το κείμενο, είπα πώς θα ήθελα να γίνει για να με αφορά, ό,τι ζήτησα από την ΕΡΤ μου τα δώσανε όλα οι άνθρωποι και είπα «ξεκινάμε». Είναι πολύ πιο ωραίο όταν σου τυχαίνει κάτι που δεν το περιμένεις από το να το επιδιώκεις πολύ καιρό και να το κάνεις. Το χαίρομαι πολύ. Στην αρχή επειδή είχα να κάνω καμιά 20αριά χρόνια τηλεόραση δεν ήξερα τι μου γίνεται. Ελεγα «θα ξέρω;», «θα τα θυμάμαι;», «θα μπορώ να παίξω;».
G.: Προλαβαίνετε να χαρείτε τις επιτυχίες σας ή σας καταβάλλει το άγχος για τις επόμενες;
Σ.Π.: Την επιτυχία την αποτιμάς μετά, όχι την ώρα που είσαι στο γήπεδο και παίζεις ποδόσφαιρο ή τρέχεις σε έναν αγώνα. Κοιτάς μόνο τα πέντε-δέκα επόμενα μέτρα. Εχεις τόσα πράγματα για τα οποία πρέπει να αγωνιστείς, εάν κάνεις τη δουλειά σου όπως την κάνουμε μερικοί άνθρωποι, που πραγματικά αγωνιζόμαστε. Δεν είναι ότι μας έχει δώσει κάποιος κάποιο ταλέντο, πάμε, τα λέμε και φεύγουμε. Εγώ δεν είμαι από αυτούς. Με αυτή την έννοια δεν είμαι ταλαντούχος. Πρέπει να δουλέψω. Οπότε όταν δουλεύεις, τα πράγματα γεννιούνται και κάθε γέννα έχει τη δυσκολία της, δεν έχεις χρόνο ούτε χώρο μέσα σου για να απολαύσεις την επιτυχία. Την επιτυχία τη μαθαίνεις από τον κόσμο. Τότε χαίρεσαι. Και σε γεμίζει.
G.: Σας τροφοδοτεί και με άγχος;
Σ.Π.: Δεν χρειάζεται να μου δημιουργήσει κάτι εξωγενές άγχος. Το έχω από μόνος μου μέρα νύχτα.
G.: Αλήθεια;
Σ.Π.: Μόλις ασχοληθώ με κάτι με πιάνει άγχος να το καταφέρω.
G.: Μετά από τόση εμπειρία δεν υπάρχει όμως και σιγουριά;
Σ.Π.: Ευτυχώς όχι. Μόλις νιώσεις τη σιγουριά εκεί αρχίζει η κατηφόρα. Καλό είναι να αγωνίζεται διαρκώς κανείς για να διατηρεί την αθωότητα του μαθητή.
G.: Οπότε μαθαίνετε ακόμα;
Σ.Π.: Ε, βέβαια. Ειδικά από τους νέους συναδέλφους. Είναι μεγάλο σχολείο. Γενικά τα παιδιά είναι σχολείο για τους μεγάλους. Εγώ κι από τον γιο μου μάθαινα πολλά. Απλώς που τον παρατηρούσα. Γιατί περνάνε τα χρόνια και ξεχνάς πώς ήσουν, πώς λειτουργεί ένα παιδί, ένας νέος, τι εντύπωση σου κάνει και τι καταλαμβάνει μέσα σου ένα καινούριο ερέθισμα. Όλα αυτά είναι ωραία κεντρίσματα.
G.: Καταλαβαίνω πάντως πως δεν έχετε ξεχάσει τον εαυτό σας παιδί.
Σ.Π.: Η αλήθεια είναι ότι επειδή είμαι παρελθοντολάγνος γυρνάω διαρκώς πίσω. Στη δεκαετία του ’60.
G.: Παρότι η ζωή σας δεν ήταν ρόδινη.
Σ.Π.: Κάθε άλλο.
G.: Τι θυμάστε από τότε;
Σ.Π.: Όλα τα θυμάμαι. Βέβαια όταν περνάνε τα χρόνια εξωραΐζονται τα πράγματα. Οι γονείς μας περνούσαν πολύ δύσκολα, όμως εμείς που ήμασταν παιδιά δεν περνάγαμε δύσκολα. Τα παιδιά δεν κωλώνουν πουθενά, δεν τα νοιάζει αν υπάρχει στο σπίτι ένδεια ή φτώχεια. Να παίξουν θέλουνε. Κι επειδή όλοι λίγο πολύ βράζαμε στο ίδιο καζάνι -εννοώ ο κοινωνικός περίγυρος- δεν είχες τη σύγκριση. Ξέρετε, οι άνθρωποι δυστυχούν ή ευτυχούν συγκρινόμενοι με κάτι άλλο. Οταν λες τι έχεις ζήσει σε σημερινούς ανθρώπους, σου λένε «έλα ρε, αποκλείεται να τρώγατε κρέας δύο φορές τον χρόνο». Περνώντας τα χρόνια αναγνωρίζεις τη δυσκολία που υπήρχε, όμως ως παιδιά δεν το βιώναμε έτσι. Για τους γονείς μας ήταν σκληρά.
G.: Ηθοποιός γιατί;
Σ.Π.: Γιατί έγινα; Ούτε που ξέρω. Δεν έχω ιδέα. Συμπτωματικά γίνανε όλα. Δεν ήθελα ποτέ να γίνω ηθοποιός. Ούτε ποίημα στο σχολείο δεν είχα πει. Με λίγα λόγια ήμουν ο πιο ακατάλληλος άνθρωπος για να γίνω ηθοποιός. Οποιος με ήξερε, αν του έλεγες ότι ο Σπύρος θα γίνει ηθοποιός, θα έσκαγε στα γέλια. Αν μου έλεγε μια χειρομάντισσα «εσύ παιδί μου, θα ασχοληθείς με το θέατρο», θα της έλεγα «άλλαξε δουλειά γιατί θα πεινάσεις».
G.: Είστε χαρούμενος για την επιλογή σας;
ΣΠ. Π.: Ναι. Αλλά δεν την επέλεξα. Με επέλεξε η δουλειά αυτή. Με τα χρόνια που έγινα ένα μαζί της νομίζω ότι τίποτα άλλο δεν θα μου έδινε τόση χαρά και μάλλον σε τίποτα άλλο δεν θα ήμουν τόσο καλός όσο είμαι εδώ. Δεν ξέρω πόσο καλός είμαι, αλλά όσο είμαι τέλος πάντων. Ηταν πραγματικά η τύχη μου βουνό.
G.: Σκεφτήκατε ποτέ να τα παρατήσετε;
Σ.Π.: Τα παράτησα μια φορά. Αλλά δεν με παράτησαν αυτά. Δουλεύαμε με τον Λευτέρη Βογιατζή και θυμάμαι πως είχα μπερδευτεί πολύ με τον ρόλο μου, δεν αισθανόμουν καλά. Κι αποφάσισα μια μέρα ότι δεν κάνω για το θέατρο. Μόνος μου. Και σηκώθηκα κι έφυγα. Του βρήκα έναν ηθοποιό, του έκανα πρόβες και είπα στον Βογιατζή «κοίταξε να δεις, εγώ δεν θα συνεχίσω στο θέατρο, δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά». Άλλωστε δεν είναι και μια δουλειά που μπορείς να την κάνεις απλά καλούτσικα. Έφυγα λοιπόν. Λίγο καιρό μετά ένας φίλος από τη σχολή, ο Κώστας Νταλιάνης, ανέβαζε ένα έργο, μου ζήτησε να πάω, με έριξε στο φιλότιμο και τελικά πήγα. Έπαιξα έναν ρόλο σε ένα έργο του Μπρεχτ, έγινε χαμός κι έτσι άρχισε να γυρίζει πάλι ο τροχός.
G.: Ποιο είναι το μεγαλύτερο κέρδος σας από όλη αυτή τη διαδρομή;
Σ.Π.: Ότι έχω μια δουλειά που την αγαπάω τόσο πολύ. Γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας είναι η δουλειά μας. Ειδικά για μας τους ηθοποιούς που δουλεύουμε μέχρι το βαθύ γήρας. Είναι σπουδαίο να κάνεις μια δουλειά που την αγαπάς και σε κρατάει ξύπνιο και ενεργό. Είναι σαν να βγάζεις τη γλώσσα στον χρόνο και στον θάνατο.
G.: Θέλετε να παίζετε μέχρι τα βαθιά γεράματα;
Σ.Π.: Θα ήθελα να τελειώσω πάνω στη σκηνή. Απλώς είμαι περίεργος, μόλις νιώσω ότι λίγο δεν τα καταφέρνω θα την κοπανήσω. Και δεν θα πάρει κανείς χαμπάρι πότε την κοπάνησα και πού βρίσκομαι. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα πούνε για μένα «ρε γαμώτο, τον κακομοίρη, δεν μπορεί πια». Το ‘χω δει κάνα-δυο φορές σε αγαπημένους μου ηθοποιούς και στενοχωρήθηκα πολύ.
G.: Η οικειότητα που νιώθουμε εμείς, το κοινό μαζί σας, σας κούρασε ποτέ;
Σ.Π.: Καθόλου. Πρέπει να ήμουν 10 ή 11 χρόνων όταν είδα τον Θανάση Βέγγο που γυρνούσε μια ταινία στη γειτονιά μου. Έμεινα κόκαλο. Δεν το πίστευα ότι τον έβλεπα ζωντανό, δεν είχα ξαναδεί ηθοποιό από κοντά. Με είδε λοιπόν πώς έμεινα και τον κοιτούσα, ήρθε, μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε: «Τι είναι ρε μικρούλη;». Η χαρά που πήρα ήταν απίστευτη. Το έλεγα για μέρες. Δεν μπορώ λοιπόν να στερήσω σε κάποιον το δώρο που πήρα κάποτε κι εγώ.