Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό Gala ο Σπύρος Πώρος αναφέρθηκε εκτενώς στην προσωπική του ζωή και τους τρεις γάμους από τους οποίους απέκτησε πέντε παιδιά.
Περισσότερη έμφαση έδωσε όμως στον επεισοδιακό χωρισμό του από την τρίτη του σύζυγο, το μοντέλο Κάιλι Μπαξ, με την οποία έχει αποκτήσει 3 παιδιά με τα οποία όμως τα τελευταία παιδιά 5 χρόνια δεν έχει επαφή.
«Μου είχε πει ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Όταν λοιπόν έμεινε έγκυος μου είπε ότι ήταν θαύμα. Την πίστεψα. Ακολούθησε δεύτερο θαύμα και το τρίτο ήρθε στην Αυστραλία. Βλέποντας από απόσταση και με καθαρότητα την κατάσταση, καταλαβαίνω ότι χρησιμοποιούσε τα παιδιά για να εξασφαλίσει τον γάμο μας. “Security Babies” τα λένε στην Αμερική και νομίζω πως είναι ο πιο κουτός τρόπος για να κρατήσει κανείς έναν σύντροφο. Φυσικά δεν δίστασε ούτε λεπτό να χρησιμοποιήσει τα παιδιά και ως όπλα σε έναν πόλεμο που άνοιξε εναντίον μου. Εγώ απλώς αμύνθηκα. Σε αυτή τη φάση το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι οι καλύτεροι σύμμαχοι μου είναι η αλήθεια, η αγάπη και ο χρόνος. Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στη ζωή. Όλα μου τα παιδιά τα λατρεύω σταθερά και με πάθος».
Στη συνέχεια, ο Σπύρος Πώρος θυμάται τα δέκα χρόνια που πέρασε στη Νέα Ζηλανδία, όπου όπως λέει έζησε ένα πραγματικό θρίλερ. Τα χειρότερα βέβαια ξεκίνησαν όταν ανακοίνωσε τον χωρισμό του. Η πρώην σύζυγος του με συνεργούς τους γονείς της έχουν ήδη πλαστογραφήσει την υπογραφή του και ουσιαστικά ό,τι έχουν δημιουργήσει από κοινού -τα σπίτια και η φάρμα τους- περνούν στο δικό τους όνομα και τον αφήνουν χωρίς χρήματα, αλλά μόνο με χρέη. Μάλιστα για να μην αποκαλύψει την απάτη τους κίνησαν γη και ουρανό προκειμένου να απολυθεί από δουλειές, να του πάρουν τη βίζα και να τον διώξουν από τη χώρα.
«Έγιναν πολλά για τα οποία ακόμα δεν μπορώ να μιλήσω διότι δεν με αφήνουν οι δικηγόροι μου. Ο Ντοστογιέφσκι είπε ότι οι άνθρωποι μιλάνε πολλές φορές για θηριώδη κακία, αλλά αυτό είναι μεγάλη αδικία για τα θηρία. Ένα θηρίο δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο κακό όσο ο άνθρωπος, τόσο επιδέξια κακό», λέει και συνεχίζει: «Ο μεγαλύτερος φόβος μου δεν είναι ο θάνατος γιατί έχω ζήσει είκοσι ζωές. Είναι το να αναγκαστώ να χάσω την αξιοπρέπεια μου γιατί πολλά μπορεί να συμβούν -και στη Νέα Ζηλανδία έφτασα πολύ κοντά σε αυτό. Νόμιζαν ότι θα με έσπαγαν, κι αν δεν υπήρχε η αδελφή μου, η Αναστασία, που ζει στη Νέα Υόρκη και είναι ο βράχος μου, δεν θα μπορούσα να παλέψω μόνος μου.
Με πέταξαν από το σπίτι σε ένα βράδυ με ένα δολάριο στην τσέπη και στη βαλίτσα μου μόνο καλοκαιρινά ρούχα μέσα στο καταχείμωνο και το διαβατήριο. Όμως εγώ έμεινα εκεί και όταν ξεκίνησε η δικαστική Οδύσσεια κατέβηκα στον κάτω κόσμο και ξανανέβηκα. Αγωνίστηκα για να αποδείξω ότι το σχέδιο της πρώην γυναίκας μου, των γονιών της και ενδεχομένως κάποιων φίλων τους με κοινά συμφέροντα, ήταν μαφιόζικο. Παρατυπίες, παρανομίες, υπέρβαση του νόμου. Είπαν ότι ήμουν Έλληνας και ότι «οι Έλληνες τα κάνουν αυτά». Ό,τι κι αν έκανα στη ζωή μου δεν συγκρίνεται με αυτό που κατάφερα εκεί. Το ότι δηλαδή στάθηκα και αγωνίστηκα για να καθαρίσω το όνομα μου και να αποδείξω στα παιδιά μου ότι οι Έλληνες έχουν αξιοπρέπεια, τιμιότητα και, κυρίως, δεν εγκαταλείπουν την οικογένεια, την εστία, ποτέ!».