Το πολυσυζητημένο ζευγάρι της σειράς του Mega, Συμπέθεροι απ΄τα Τίρανα, έδωσε μια αποκαλυπτική συνέντευξη από κοινού για το θέμα που θίγεται στο σενάριο.
Τζένη Καζάκου – Ντανιέλ Νούρκα: ο απαγορευμένος έρωτάς τους.
Με τον συμπρωταγωνιστή σου στη σειρά υποδύεστε δύο νέους που ζουν έναν «απαγορευμένο» έρωτα.
Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς απαγορευμένος, μια και όλοι γνωρίζουν πως είμαστε μαζί. Το μόνο δύσκολο κομμάτι αυτής της σχέσης είναι η καταγωγή του Άλ- φρεντ, ο οποίος είναι Αλβανός, και κυρίως για τους γονείς μου που αντιδρούν.
Φαντάζομαι ότι οι γονείς σου, ο Κωνσταντίνος Καζάκος και η Τάνια Τρύπη, δεν θα αντιδρούσαν καθόλου όπως οι τηλεοπτικοί σου γονείς σε μια ανάλογη σχέση σου. Όχι, θα ήταν άνετοι. Γενικά είμαστε πολύ ελεύθεροι ως οικογένεια.
Δεν με μεγάλωσαν με κανένα στερεότυπο, ήμουν ενημερωμένη για τα πάντα, πως ο καθένας είναι διαφορετικός στην εμφάνιση, τη θρησκεία, τη σεξουαλικότητα και τον χαρακτήρα. Οπότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα να τους γνωρίσω έναν άνθρωπο που κατάγεται από άλλη χώρα. Για την ακρίβεια, έχει συμβεί.
Ήταν αλβανικής καταγωγής;
Ναι, και το δέχτηκαν. Θέλουν απλά να είμαι χαρούμενη. Ο δεσμός αυτός δεν συνεχίστηκε για διαφορετικούς από την καταγωγή λόγους.
Γενικά στις σχέσεις σου λειτουργείς με τη λογική ή το συναίσθημα; Πάντα με το συναίσθημα, με το χέρι στην καρδιά. Κάποιες φορές νιώθω πως πρέπει να βάζω τη λογική μπροστά για να προστατεύω εμένα κυρίως.
Πώς αντιμετωπίζεις το γεγονός πως σε κάθε οντισιόν το όνομά σου και η ιστορία του προηγούνται;
Και στον Βαρδιάνο στα σπόρκα που προβλήθηκε τον Οκτώβριο στην ΕΡΤ και τώρα με τους Συμπέθερους πέρασα από κάστινγκ. Δεν με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν «είσαι όμορφη, σε λένε Καζάκου, έλα, θα πουλήσουμε!». Αντιθέτως πέρασα από διαδικασία ακροάσεων γιατί έτσι είναι το σύστημα. Σαφώς θα υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες σε μένα από μια κοπέλα που η οικογένειά της δεν έχει άλλους ηθοποιούς, αλλά οι απαιτήσεις για μένα θα είναι περισσότερες. Από εκεί και πέρα, ο χρόνος θα δείξει. Αν δεν μπορώ να αντεπεξέλθω, ο χώρος θα με διώξει από μόνος του, γιατί δεν θα συνέφερε τον παραγωγό και τους συντελεστές να με έχουν στη δουλειά τους.
ΝΤΑΝΙΕΛ ΝΟΥΡΚΑ
Πώς προέκυψε η πρόταση για τη συμμετοχή σου στο σίριαλ;
Πληροφορήθηκα μέσω του πρακτορείου μοντέλων με το οποίο συνεργάζομαι ότι ο Μιχάλης Ρέππας και ο Θανάσης Παπαθανασίου θα επιστρέψουν στην τη- λεόραση με μια θεατρική τους επιτυχία, τους Συμπέθερους απ’ τα Τίρανα, και ότι ψάχνουν για ένα αγόρι που θα κάνει τον γαμπρό. Έτσι, ήρθα σε επαφή με την παραγωγή, μιλήσαμε τηλεφωνικά αρχικά –εξαιτίας της καραντίνας–, μετά μέσω Skype με τους δημιουργούς και έπειτα με κάλεσαν σε οντισιόν.
Ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση όταν σε ενημέρωσαν πως πήρες τον ρόλο;
Στην οντισιόν μού είχαν πει πως τους έκανα αλλά περίμενα μέχρι το τελικό OK. Καθ’ όλη την περίοδο της καραντίνας έμενα με τους γονείς μου στο Κιάτο και εκεί ήμουν όταν μου τηλεφώνησαν από την παραγωγή. Χαρά, ενθουσιασμός, ανυπομονησία, όλα αυτά τα συναισθήματα ένιωσα, όσα νιώθει ένας άνθρωπος που του δίνεται μια τέτοια ευκαιρία.
Και τι ήταν αυτό που σε έκανε να πεις το «ναι» στη συγκεκριμένη πρόταση;
Ο Μιχάλης και ο Θανάσης είναι τεράστια ονόματα στον χώρο, καταξιωμένοι δημιουργοί με μεγάλες επιτυχίες. Μου φαίνονταν πολύ συμπαθείς και όταν στην πορεία τούς γνώρισα, επιβεβαιώθηκα. Από την πρώτη μας συνάντηση μου ενέπνευσαν μια εμπιστοσύνη. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος. Ο δεύτερος λόγος ήταν το γεγονός ότι θα συνεργαζόμουν με ονόματα που έβλεπα τόσο καιρό στην τηλεόραση και τους θαύμαζα. Στην πορεία και καθώς τα γυρίσματα είχαν ξεκινήσει, αγάπησα το κείμενο, το πώς καυτηριάζονται κοινωνικά θέματα όπως ο ρατσισμός…
Εσύ έχεις και καταγωγή από την Αλβανία.
Ακριβώς. Και υποδύομαι τον Άλφρεντ, ο οποίος είναι Αλβανός αλλά στην αρχή όλοι νομίζουν –μέσα από διάφορες συμπτώσεις– πως είναι Άγγλος, και μάλιστα λόρδος. Εγώ γεννήθηκα στο Φιέρι της Αλβανίας τον Δεκέμβριο του 1996, ήταν ένας κρύος Δεκέμβρης. (Γελάει.) Έχω μια αδελφή μικρότερη, τώρα είναι 21 ετών, που τη λατρεύω. Δεν έχω πολλές αναμνήσεις από την Αλβανία γιατί ήρθαμε οικογενειακώς στην Ελλάδα όταν ήμουν 5,5 ετών, οι γονείς μου ήταν οικονομικοί μετανάστες.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά το πρώτο μας σπίτι στην Ελλάδα, στο Κιάτο, όπου εκεί πέρασα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Δεν θα ξεχάσω τις πρώτες μέρες που καθόμουν στην αυλή και περνούσαν οι γειτόνισσες μες στο χαμόγελο και μου έλεγαν «πώς σε λένε εσένα;» και εγώ ντρεπόμουν και έμπαινα μέσα στο σπίτι. Είπαν στο Οκ.