Βασίλης Μπισμπίκης: «Είδα πού μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο το ακραίο πάθος»

27 Δεκεμβρίου 2020 18:30

Η εικόνα του είναι παραπλανητική. Μοιάζει με ορεσίβιο σκληροτράχηλο Κρητικό, αλλά όταν μιλάς για λίγο μαζί του συνειδητοποιείς ότι ο άνθρωπος αυτός, που χαρακτηρίζει τον εαυτό του «αυτοκαταστροφικό», είναι τύπος που πιστεύει ακόμα σε ιδέες, αγαπά τους ανθρώπους και αναζητά το καλό παντού. Α ναι, πιστεύει βαθιά πως «η ουτοπία είναι αυτό που σε πάει μπροστά. Είναι το ανέφικτο που σε κινεί». Με αυτό το θρόισμα μέσα του να τον παρακινεί ίδρυσε το 2013 ένα θέατρο κολεκτίβας, το «Cartel», στην άκρη του αθηναϊκού πουθενά, στον Ελαιώνα. Με αυτό το θρόισμα σκηνοθέτησε την μονίμως sold out παράσταση «Ανθρωποι και Ποντίκια» του Στάινμπεκ και τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ, που είναι τα δικά του θεατρικά παράσημα και δύο έργα για τα οποία συλλέγει βραβεία ως σκηνοθέτης.

«Αυτό το διάστημα κάνουμε πρόβες για τα “Κόκκινα Φανάρια”, το έργο του Αλέκου Γαλανού που ήταν να ανεβεί πέρσι, αλλά μια εβδομάδα πριν από την πρεμιέρα προέκυψε η πανδημία. Στη συνέχεια εμείς φύγαμε από το “Cartel”, πήγαμε σ’ έναν άλλο χώρο, οπότε το έργο ξαναφτιάχνεται από την αρχή, αλλά πάλι με την ιδέα ότι αυτή η παράσταση θα είναι σε τρανς εκδοχή», εξηγεί με έμφαση, και δηλώνει λάτρης του ακραίου ρεαλισμού. Εξάλλου, έχει αναφέρει πολλές φορές ότι ο κόσμος του περιθωρίου είναι ένας κόσμος δικός του, ένας κόσμος οικείος και αγαπημένος. Οπως μου εξηγεί στην τηλεφωνική μας συνομιλία, περιμένει πώς και πώς να ανοίξουν τα θέατρα για να ξανανεβάσει την παράσταση «Ανθρωποι και Ποντίκια» καθώς ήδη έχουν πωληθεί 3.000 εισιτήρια!

Τον ρωτώ πώς βιώνει όλο αυτό το δυστοπικό σύμπαν που διαμορφώνεται γύρω μας από τον Μάρτιο. Μου απαντά με ιδιαίτερη έμφαση: «Πολύ δύσκολα, όπως και όλος ο κόσμος φαντάζομαι. Δεν είναι εύκολο αυτό που περνάμε. Καταρχάς εμένα μου λείπει αφόρητα το θέατρο. Η σκηνή είναι η δική μου διέξοδος και ψυχολογικά έχω φοβερό θέμα. Βουτάω στη μελαγχολία, βγαίνω από τη μελαγχολία, έτσι περνάω. Υπάρχει ένα ζόρι γιατί δεν είμαι τραγουδιστής ή ζωγράφος για να μπορώ να εκφραστώ. Είμαι ηθοποιός και αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να εκφραστώ με τον τρόπο που έχω μάθει τόσα χρόνια».

Μπορεί να μένει Μαρούσι, αλλά κυκλοφορεί καθημερινά στα Εξάρχεια. Εκεί είναι ο δικός του τόπος. «Αυτό που βιώνουμε είναι τρομερά άγριο, αντιαισθητικό και απάνθρωπο. Με θυμώνει η τόσο έντονη παρουσία της Aστυνομίας που βλέπω στους δρόμους – και ειδικά στα Εξάρχεια. Ντρέπομαι για τη χώρα μου, ντρέπομαι που δεν υπάρχει κοινωνική ευαισθησία και αντιμετωπίζουν τα πράγματα με βία και καταστολή. Ολο αυτό που ζούμε μοιάζει σαν πρόβα για κάτι που έρχεται. Σαν να είμαστε σε μια φάση που αλλάζει το τοπίο γενικότερα και βρισκόμαστε στα πρώτα βηματάκια για να συνηθίσουμε σιγά-σιγά. Σαν να ζούμε ένα πείραμα και εμείς να είμαστε τα πειραματόζωα μιας ιστορίας η οποία θα έρθει μετά από πολλά χρόνια», λέει.

Τα πάθη και τα λάθη στη ζωή του πήγαιναν πάντα μαζί και από νωρίς. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λουτράκι. Ο πατέρας του γνωστός ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Λουτρακίου, ο ίδιος τρελαμένος Παναθηναϊκός.
Παιδί αντιδραστικό και ατίθασο, χανόταν στα βιβλία του κομμουνιστή παππού του, διάβαζε Μπακούνιν και άλλους αναρχικούς, και κάπου στη Γ’ Γυμνασίου αποφάσισε να εγκαταλείψει το σχολείο. Το Λουτράκι έμοιαζε να μη χωρά ούτε τον ίδιο, ούτε τη μουσική που άκουγε, ούτε τις ιδέες του. «Δεν νιώθω καθόλου μειονεκτικά που πήγα μόνο μέχρι τη Γ’ Γυμνασίου. Συνειδητά και από αντίδραση παράτησα το σχολείο γιατί τότε ένιωθα ότι καλώς ή κακώς το σχολείο κατευθύνει τη σκέψη σου και φυλακίζει το μυαλό σου. Γι’ αυτό και ήμουν πάντα σε κόντρα με τους καθηγητές μου, ήμουν συνέχεια στις καταλήψεις. Οι γονείς μου πραγματικά δυσκολεύτηκαν μαζί μου. Ημουν ατίθασο παιδί».

Αργησε να βρει τον δρόμο του. Μέχρι τότε δούλεψε ως μπάρμπαν, σερβιτόρος, χασάπης και τρία χρόνια ως κρουπιέρης στο Καζίνο Λουτρακίου. «Εκεί είδα πού μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο το ακραίο πάθος. Η ζωή στο καζίνο μού δίδαξε ότι όσο κι αν πίστευα πως εγώ είμαι αυτοκαταστροφικός, υπήρχαν χειρότερα παραδείγματα, και κυρίως συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει τέλος στον πάτο αυτοκαταστροφής ενός ανθρώπου. Δεν έχει όριο το μέχρι πού μπορείς να φτάσεις. Ηταν καλό που συνειδητοποίησα αυτή την άβυσσο. Θυμάμαι ότι για να μπορέσω να αντέξω τις εικόνες ήττας που αντίκριζα καθημερινά όταν άνθρωποι έχαναν ό,τι είχαν και δεν είχαν άρχισα να λειτουργώ κυνικά. Σαν ρομπότ. Αποστασιοποιείσαι αναγκαστικά απ’ όλο αυτό που συμβαίνει, κάνεις τη δουλειά σου, δεν σε διαπερνά ούτε σε εμβολίζει τίποτα, παίρνεις πολύ καλά χρήματα και τελείωσε η ιστορία. Βέβαια όλο αυτό δεν γίνεται να μη σου αφήσει αποτύπωμα. Για μένα που νιώθω ότι έχω μια ευαισθησία με τους άλλους, γιατί τους αγαπάω τους ανθρώπους και δεν μπορώ να βλέπω να καταστρέφονται, ήταν δύσκολο και κάποια στιγμή δεν άντεξα και τα παράτησα». Στα 24 του έρχεται Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική στη σχολή της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα και όπως λέει και ο ίδιος, «αφοσιώθηκα. Επεσα με τα μούτρα, ζούσα κυριολεκτικά μέσα στη σχολή».

Καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας έχει πει πολλές φορές τη λέξη «αυτοκαταστροφικός» και όταν του το επισημαίνω μου απαντάει: «Μα είμαι. Εχω πάθη. Για τη δουλειά μου το φτάνω στα άκρα. Μπορώ να εξαντλήσω το σώμα μου. Δεν έχω όριο. Δεν έχω μέτρο. Αρκετές φορές ένιωσα να χάνω τον εαυτό μου, από τα 14 μου χρόνια και μετά». Δηλώνει ότι έχει κάνει δουλειά με τον εαυτό του, έχει πάει σε ψυχολόγο, αλλά υπάρχει αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι του, το παθιασμένο, «που δεν θέλω να το αλλάξω. Αν ήθελα να το αλλάξω θα το έκανα, γιατί ό,τι ήθελα στη ζωή μου το πέτυχα. Εμένα μου αρέσει να ζω τη ζωή μου στα άκρα. Νιώθω ότι οι άνθρωποι είναι πιο κανονικοί όταν είναι στα άκρα. Πιο ειλικρινείς. Οταν ένας άνθρωπος είναι μεθυσμένος βλέπεις ποιος είναι ο πραγματικός του εαυτός. Εγώ θέλω να βλέπω τον πραγματικό εαυτό των άλλων. Αυτό ψάχνω και στη δουλειά μου. Αυτό προσπαθώ να ανακαλύψω, την πραγματικότητα του ήρωα. Γι’ αυτό αγαπάω τους ανθρώπους, γι’ αυτό τους καταλαβαίνω και δεν τους κρίνω. Εγώ δεν κρίνω τους άλλους· ποτέ».

Αγαπάει και τον Βόσκαρη; Τον ανθρώπινο εφιάλτη από τις «Αγριες Μέλισσες»; «Τον αγαπάω. Γιατί να μην τον αγαπάω; Εχει μια διαστροφή, αλλά τον καταλαβαίνω… Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές, η μάνα του τον παράτησε, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, ο κολλητός του φίλος σκοτώθηκε απ’ αυτή τη γυναίκα, έχει τραβήξει πολύ ζόρι, δεν είναι και αδικαιολόγητος. Ο τρόπος που το κάνει είναι εκδικητικός. Εν δυνάμει όμως όλοι μπορούν να γίνουν εκδικητικοί. Για φαντάσου να σκότωνε κάποιος τον αδερφό σου. Το ότι μέσα σε όλο αυτό δεν παίρνει ένα όπλο για να την καθαρίσει και της φέρεται έτσι βασανιστικά πηγάζει από τη διαστροφή που έχει να ερεθίζεται σε σχέση με τον πόνο των άλλων. Είναι μια αρρώστια όμως. Είναι άρρωστος σε αυτό το κομμάτι, αλλά τον αγαπάω, τι να τον κάνω…». Δεν ξέρει τι θα γίνει με τη σειρά του χρόνου. «Σ’ εμάς αυτή τη στιγμή δεν έχουν πει ότι δεν θα συνεχίσουμε όπως λέγεται, από την άλλη όμως είναι και νωρίς για να μας πουν οτιδήποτε».

Μπαμπάς ενός 8χρονου αγοριού, πιστεύει πως «τα παιδιά είναι μεγάλη ελπίδα για την ανθρωπότητα και ίσως το δικό μου ή κάποια άλλα να κάνουν κάτι καλύτερο για την ανθρωπότητα. Η μεγαλύτερη αγωνία μου για τον γιο μου είναι να μη χάσει τον εαυτό του». Δηλώνει αριστερός: «Είμαι άνθρωπος που αγαπά τους ανθρώπους, με κοινωνική συνείδηση και ευαισθησία. Πιστεύω στο δίκιο και στην ισότητα. Και δεν μιλάω για οικονομική ισότητα. Να μη βάζουμε ταμπέλες, να μην περιθωριοποιούμε ανθρώπους, να δίνουμε βοήθεια σε κάποιους, να υπάρχει πρόληψη κοινωνική, να υπάρχει φροντίδα για τον άνθρωπο. Τώρα οδηγούμαστε στην ανθρωποφαγία και στον ακραίο άναρχο καπιταλισμό, γιατί ο γνήσιος έχει και κάποιους κανόνες».

Αγαπάει τη… φάρα του, όπως λέει, και στεναχωριέται γιατί οι καλλιτέχνες περνούν δύσκολα.
«Είναι χυδαία η συμπεριφορά της Πολιτείας απέναντι στους καλλιτέχνες από το πρώτο lockdown μέχρι σήμερα. Είναι σαν να μην υπάρχουμε και είναι δύσκολο πια να ακουστεί και η κραυγή με όλο αυτό που συμβαίνει με τα ΜΜΕ και τα social media, όπου ο καθένας βγαίνει και λέει τη γνώμη του και ξαφνικά οι φωνές διαιρούνται, οπότε δεν μπορεί να υπάρξει σύμπνοια από πολλές ομάδες μαζί για να ακουστούν δυνατά και καθαρά. Ειλικρινά, αν δεν υπήρχαν οι “Μέλισσες” θα είχα σοβαρό θέμα επιβίωσης αυτή τη στιγμή».

Ο μεγαλύτερος φόβος του στη ζωή είναι «να μην τρελαθώ. Να χάσω τα λογικά μου. Από μικρός το σκέφτομαι, γιατί πολλές φορές έφτανα τον εαυτό μου σε εξαντλητικές καταστάσεις και όταν έβλεπα το μυαλό μου να χάνεται, φοβόμουν. Δεν θα ήθελα να μου συμβεί ποτέ».

Αν κοιτούσε τώρα πίσω, τι θα έλεγε στον 14χρονο Βασίλη στο Λουτράκι; «Θα του έλεγα να τα ξανακάνει επί χίλια όλα, πιο δυνατά, πιο σκληρά, να ζήσει όσες μικρές στιγμές δεν έζησε, να τις ζήσει όλες», απαντά και γελά δυνατά.

πηγή: Πρώτο Θέμα